Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλίμονο [alímono] επιφ. : για να εκφράσουμε μεγάλη λύπη, απελπισία· συμφορά (μου), δυστυχία (μου): Aλίμονό μου, αν χάσω τη δουλειά μου! Aλίμονό τους που έμειναν ορφανά! ~ στη μάνα που έβγαλε τέτοιο παιδί! (επιτατικά) ~ και τρισαλίμονο*. ουαί* και ~. (απειλή) Aλίμονό σου, αν πας στο σχολείο αδιάβαστος. Aλίμονό σου, αν ξαναπείς ψέματα. Aλίμονό σου, κακομοίρη μου, αν σε πιάσω να κλέβεις. || για να δηλώσουμε ότι θεωρούμε κτ. απαράδεκτο, αδιανόητο: Πρέπει μόνος σου να προσπαθήσεις, ~ αν περιμένεις να σε βοηθήσουν οι άλλοι. ~ αν υπάρχουν μυστικά ανάμεσά μας. Tα έξοδα είναι όλα δικά μου. ~ (αν πληρώσεις εσύ)!
[μσν. αλίμονον < αρχ. φρ. ἀλλ΄ εἰ μόνον `αλλά αν μόνο (δε συνέβαινε)΄ με μετακ. τόνου κατά τα σύνθετα]