Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακυρωτικός -ή -ό [akirotikós] Ε1 : που ακυρώνει ή που έχει τη δύναμη ή την αρμοδιότητα να κάνει κτ. άκυρο: Aκυρωτική απόφαση. Aκυρωτικό σήμα. Aκυρωτικό δικαστήριο. || Aκυρωτικό μηχάνημα, που πιστοποιεί τη χρήση και αποκλείει την επαναχρησιμοποίηση ενός εισιτηρίου κτλ.
[λόγ. ακυρω- (δες ακυρώνω) -τικός]