Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιματόβρεχτος -η -ο [ematóvrextos] Ε5 : (λογοτ.) αιματοβαμμένος.
[λόγ. αιματόβρεκτος < αιματο- + βρεκ- (βρέχω) -τος με προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]