Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αετο- [aeto] & αϊτο- [aito] & αετό- [aetó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. αετός ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα συνήθ. ουσιαστικά: αετόπετρα, ~ράχη, αϊτονύχι· ~κόσμητος· ~πιάνομαι. 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα: ~μάτης, αετόμορφος, ~μύτης. 3. σε αντικειμενικά σύνθετα ονόματα: ~φόρος.
[μσν. αετο- θ. του αρχ. ουσ. ἀετ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αετό-νυχον `αετονύχι΄· θ. του τ. αϊτ(ός) -ο-]