Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροδρόμιο το [aeroδrómio] Ο40 : χώρος κατάλληλος για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων· αερολιμένας: Πολιτικό / στρατιωτικό / διεθνές ~. Yπηρεσία αεροδρομίου. Οι εγκαταστάσεις του αεροδρομίου.
[λόγ. < γαλλ. aérodrome < aéro- = αερο- + αρχ. δρόμ(ος) -ιον]