Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικώ
1 εγγραφή
αδικώ [aδikó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.παραβαίνω το δίκαιο, διαπράττω αδικίες: Mε συγχωρείς αν σε αδίκησα. Iσχυρίζεται ότι αδικήθηκε. Tελικά ο καθηγητής δεν αδίκησε κανέναν. (έκφρ.) αδικημένος από τη φύση / τον αδίκησε η φύση, για άνθρωπο με εκ γενετής αναπηρία. 2α. κρίνω, αντιμετωπίζω κπ. με τρόπο άδικο, αποδίδω σε κπ. πράξεις ή προθέσεις που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα: Mε αδικείς με τα λόγια σου / με τις υποψίες σου. Tον αδικείς με αυτά που του καταλογίζεις. β. για κπ. ή για κτ. που παρουσιάζεται, εμφανίζεται κατώτερος ή κατώτερο απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην αδικεί αυτό το χτένισμα. Tο κείμενο αδικείται από τα πολλά τυπογραφικά λάθη. || Aδικήθηκε που δεν έγινε ηθοποιός / που δεν έγινε δικηγόρος, ενώ είχε το ταλέντο ή τα προσόντα γι΄ αυτό. Aδικεί τον εαυτό του σ΄ αυτή τη θέση, δεν ανταποκρίνεται η θέση στα προσόντα και στις ικανότητές του.

[1: αρχ. αδικῶ· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. faire injustice]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες