Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγούρι το [aŋgúri] Ο44 : 1.μακρύ πράσινο σαρκώδες λαχανικό που τρώγεται ωμό συνήθ. σε σαλάτα. 2. (λαϊκ., μτφ.) α. δύσκολη περίπτωση, δυσχέρεια: Πολύ ~ είναι αυτή η δουλειά. β. άχαρος, σαχλός, ανόητος: Στέκεται σαν ~. || (ως επιφ., συνήθ. στον πληθ.) αγγούρια!, χαρακτηρίζει ανόητο, σαχλό κτ. που ειπώθηκε.
αγγουράκι το YΠΟKΟΡ: ~ τουρσί. [μσν. αγγούρι(ν) < ελνστ. *ἀγγούριον (δες στο αγριάγγουρο) < αραβ. ΄agur (σύγκρ. και αντζούρι) ή περσ. angarah με τροπή [a > u] από επίδρ. του [ŋg] και του [r] ]
- αγγουριά η [aŋgurjá] Ο24 : φυτό που οι μίσχοι του ξετυλίγονται παράλληλα με το έδαφος και που καρπός του είναι το αγγούρι.
[μσν. αγγουρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγγουρέα < αγγούρ(ιν) -έα > -ιά]