Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγελία η [angelía] Ο25 : 1.σύντομη δημοσίευση σε εφημερίδα ή περιοδικό που γνωστοποιεί ένα γεγονός, συχνά την προσφορά ή τη ζήτηση ενός πράγματος ή μιας υπηρεσίας: Είδα την ~ σας στην εφημερίδα και σας τηλεφωνώ για περισσότερες πληροφορίες. ~ γάμου. || Mικρές αγγελίες, ταξινομημένες ανάλογα με το περιεχόμενό τους: Έψαξα στη στήλη «Πωλείται» στις μικρές αγγελίες. Ψάχνει για δουλειά στις μικρές αγγελίες. 2. (λόγ.) είδηση, άγγελμα, μαντάτο.
[λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce]
- αγγελιάζομαι [ange
ázome] Ρ2.1β : (λογοτ.) αγγελοκρούομαι, αγγελοθωρώ, αγγελοσκιάζομαι. [άγγελ(ος) -ιάζομαι]
- αγγέλιασμα το [angé
azma] Ο49 : (λογοτ.) 1. ψυχορράγημα. 2. μεγάλη εξάντληση. [αγγελιασ- (αγγελιάζομαι) -μα]
- αγγελιοφόρος ο [angeliofóros] & αγγελιαφόρος ο [angeliafóros] Ο18 : αυτός που φέρνει μηνύματα, αγγέλματα, ειδήσεις· μαντατοφόρος: Έφτα σε στο αρχηγείο ένας ~ με νεότερες διαταγές. Ο Ερμής ήταν ο ~ των θεών.
[-λια-: λόγ. < αρχ. ἀγγελιαφόρος· -λιο-: τροπή α > ο με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]