Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίλουρος
1 εγγραφή
αίλουρος ο [éluros] Ο20 : 1.(λόγ.) ο αγριόγατος: Σκαρφάλωσε στο δέντρο σαν ~. 2. (ζωολ., πληθ.) ονομασία γένους της οικογένειας των αιλουροειδών.

[λόγ.: 1: αρχ. αἴλουρος `γάτα΄(;)· 2: σημδ. γαλλ. félin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες