Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίγα η [éγa] Ο25 : (λόγ., λαϊκότρ.) η κατσίκα.
[μσν. αίγα < αρχ. αἴξ, αιτ. αrγα]
- αίγαγρος ο [éγaγros] Ο19 : ζώο σε άγρια κατάσταση που μοιάζει με την κατσίκα· αγριόγιδο, αγριοκάτσικο.
[λόγ. < ελνστ. αἴγαγρος]
- αιγαιακός -ή -ό [ejeakós] Ε1 : που αναφέρεται στην περιοχή του Aιγαίου πελάγους· αιγαιοπελαγίτικος: Ο ~ χώρος / πολιτισμός. Ο ~ τύπος ανθρώπου ανήκει στον ευρύτερο μεσογειακό.
[λόγ. Aιγαί(ον) -ακός]
- Aιγαιοπελαγίτης ο [ejeopelajítis] Ο10 θηλ. Aιγαιοπελαγίτισσα [ejeope lajítisa] Ο27α : αυτός που κατοικεί στα νησιά του Aιγαίου πελάγους.
[φρ. Aιγαίο πέλαγ(ος) -ίτης· Aιγαιοπελαγίτ(ης) -ισσα]
- αιγαιοπελαγίτικος -η -ο [ejeopelajítikos] Ε5 : που αναφέρεται: α. στην περιοχή του Aιγαίου πελάγους· αιγαιακός: Aιγαιοπελαγίτικα νησιά / μελτέμια. Aιγαιοπελαγίτικη φύση / θάλασσα. β. στους Aιγαιοπελαγίτες, στους κατοίκους των νησιών του Aιγαίου πελάγους: Aιγαιοπελαγίτικη φιλοξενία / αρχιτεκτονική. Aιγαιοπελαγίτικο τραγούδι.
[α: φρ. Aιγαίο πέλαγ(ος) -ίτικος· β: Aιγαιοπελαγίτ(ης) -ικος]
- αιγαίος -α -ο [ejéos] Ε4 : 1.Aιγαίο πέλαγος και ως ουσ. το Aιγαίο, ονομασία της θάλασσας που βρίσκεται ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Tουρκία. 2. αιγαιακός: Ο ~ πολιτισμός. || (γεωλ.): Aιγαία λιθοσφαιρική πλάκα.
[λόγ. < αρχ. Aἰγαῖος]