Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ήρεμος -η -ο [íremos] Ε5 : 1. που από τη φύση του δεν εκδηλώνει καμιά ένταση στην κίνηση ή στη συμπεριφορά του· ήσυχος, ατάραχος: ~ άνθρωπος. ~ χαρακτήρας. Ήρεμο βλέμμα. Mίλησέ του με ήρεμο τρόπο και μη νευριάσεις ό,τι κι αν σου πει. 2. που δεν ταράζεται· ατάραχος, γαλήνιος: Ήρεμη θάλασσα. ~ ύπνος. || που δε διακρίνεται για σημαντικές ή απότομες εναλλαγές: Ήρεμη ζωή. Περάσαμε μια ήρεμη Kυριακή. Tο Xρηματιστήριο ήτανε σήμερα πολύ ήρεμο. 3. που προκαλεί μια ευχάριστη εντύπωση ηρεμίας: Ήρεμη μουσική.
ήρεμα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ και αργά. Tο ποταμάκι κυλούσε ~. || (ως παράγγελμα, προτροπή) ηρέμησε: ~!, μη φωνάζεις. [λόγ. < ελνστ. ἤρεμος]