Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έψιλον το [épsilon] Ο (άκλ.) : ονομασία του πέμπτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ε, ε): Mικρό / κεφαλαίο ~.
[λόγ. < μσν.(;) έψιλον < ελνστ. ἐψιλόν (με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.) < ελνστ. ἔ ψιλόν `σκέτο ε΄ για ορθογρ. διάκρ. από τον αρχ. δίφθ. αι που την ελνστ. εποχή είχε συμπέσει στην προφ. με το ε ( [e], σύγκρ. ύψιλον)· (δες και Ε)]