Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έφοδος
1 εγγραφή
έφοδος η [éfoδos] Ο36 : 1.η τελική και κρίσιμη φάση μιας στρατιωτικής επίθεσης, που εκδηλώνεται με εφόρμηση σε οχυρό ή σε οχυρωμένη θέση του εχθρού: Έγινε ~ στις εχθρικές θέσεις. ~ με εφ΄ όπλου λόγχη. (λόγ. έκφρ.) καταλαμβάνω κτ. εξ εφόδου, με έφοδο. || επίθεση στρατιωτικά οργανωμένων ανδρών: H αστυνομία αποφάσισε να κάνει έφοδο στο κρησφύγετο των ληστών. || Tάγματα εφόδου, παραστρατιωτική οργάνωση στη ναζιστική Γερμανία. 2. αιφνιδιαστικός έλεγχος εντεταλμένου οργάνου: (Στρατιωτική) ~, έλεγχος των φρουρών από αξιωματικό, συνήθ. κατά τη διάρκεια της νύχτας, για να διαπιστωθεί η σωστή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Άρχισαν έφοδοι της αστυνομίας σε χαρτοπαικτικές λέσχες. || (επέκτ., συνήθ. πειραχτικά): Ο διευθυντής μάς έκανε έφοδο. || (έκφρ., ειρ.) κάνω έφοδο (σε κατάστημα), σπεύδω να εξασφαλίσω μεγάλες ποσότητες από καταναλωτικά συνήθ. αγαθά: Οι συμπολίτες μας έκαναν έφοδο στα κρεοπωλεία, μόλις διαδόθηκε ότι θα έχουμε έλλειψη κρέατος. Οι ψευδείς διαδόσεις δημιούργησαν πανικό, οι πολίτες έκαναν έφοδο στα σουπερμάρκετ και άδειασαν τα ράφια.

[λόγ. < αρχ. ἔφοδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες