Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έφεση
2 εγγραφές [1 - 2]
έφεση 1 η [éfesi] Ο33 : ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται η επανεξέταση σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο (εφετείο) μιας υπόθεσης που εκδικάστηκε σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο και του οποίου η απόφαση δεν είναι τελεσίδικη: Οι καταδικασθέντες άσκησαν / έκαναν ~. Ο εισαγγελέας άσκησε ~ κατά της αθωωτικής απόφασης. H υπόθεση δικάζεται κατ΄ έφεσιν. H άσκηση έφεσης δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.

[λόγ. < ελνστ. ἔφε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ρίξιμο΄]

έφεση 2 η : επιθυμία, διάθεση να ασχοληθεί κάποιος με κτ., για το οποίο υπάρχει συνήθ. και η ανάλογη κλίση, ικανότητα: Έχει μεγάλη ~ για τη μουσική / για τα γράμματα.

[λόγ. < αρχ. ἔφε(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες