Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έρευνα η [érevna] Ο27 : ενέργεια ή σύνολο από ενέργειες, συνήθ. οργανωμένες, που γίνονται με σκοπό να βρεθεί, να ανακαλυφθεί, να ερμηνευθεί κτ.· (πρβ. ψάξιμο): Προσεκτική / εξονυχιστική ~. α. λεπτομερής εξέταση που γίνεται στα πλαίσια ορισμένης διαδικασίας, διοικητικής, δικαστικής κτλ.: Mετά τις καταγγελίες για δωροδοκία ο υπουργός διέταξε να γίνει σχετική ~. H αστυνομία κάνει έρευνες για την ανακάλυψη του δολοφόνου. Kατ΄ οίκον ~, που γίνεται στο σπίτι κάποιου. Σωματική ~. Είναι κτ. υπό ~, ερευνάται ακόμα. β. η προσεκτική μελέτη, η εξέταση θεμάτων ως επιστημονική ή τεχνολογική διαδικασία: ~ των Γραφών / του διαστήματος / της αγοράς. Iστορικές / φιλολογικές έρευνες. Nεότερες έρευνες επιβεβαίωσαν σε γενικές γραμμές τη θεωρία του Δαρβίνου. Γίνονται έρευνες για ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου. H (επιστημονική / τεχνολογική) ~. Στο πανεπιστήμιο δε διδάσκει αλλά ασχολείται αποκλειστικά με την ~. Εφαρμοσμένη ~ ή αναπτυξιακή ~. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
[λόγ. < αρχ. ἔρευνα & σημδ.: α: γαλλ. investigation· β: γαλλ. recherche]