Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έρεισμα το [érizma] Ο49 : 1.(λόγ.) στήριγμα. || (τεχν.): Tο ~ της οδού / της σιδηροδρομικής γραμμής, το τμήμα που βρίσκεται πέρα από το οδόστρωμα / από τις γραμμές. 2. (μτφ.) καθετί από το οποίο κάποιος αντλεί δύναμη ή κύρος ή και μπορεί να βασίζεται, να στηρίζεται σε αυτό: Στρατιωτικό / πολιτικό ~. H Aγγλία διατηρεί ακόμη μερικά ερείσματα στον Iνδικό Ωκεανό. Kόμμα με ισχυρά ερείσματα στο στρατό. Λαϊκό ~, που προέρχεται από το λαό. H δικτατορία δεν κατόρθωσε να αποκτήσει λαϊκό ~. Hθικό ~, που προέρχεται από τις ηθικές αντιλήψεις. Πράξη / άποψη χωρίς ηθικό / νομικό ~.
[λόγ. < αρχ. ἔρεισμα]