Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έξοδος η [éksoδos] Ο36 : ANT είσοδος. 1α. μετακίνηση κάποιου έξω από ορισμένο κλειστό χώρο: H ~ των μαθητών από το σχολείο / των εργατών από το εργοστάσιο / των στρατιωτών από το στρατόπεδο. || (γυμν.) η ολοκλήρωση της επίδειξης ενός αθλητή: H έξοδός του από το δίζυγο ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη. || (ποδ.) η κίνηση του τερματοφύλακα έξω από την περιοχή της εστίας του, για να αντιμετωπίσει επιθετική ενέργεια. β. τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα κατάλληλο για να βγαίνει κάποιος από κάπου: H φωλιά της αλεπούς έχει τουλάχιστο δύο εξόδους. H ~ του τούνελ. Συναντηθήκαμε στην έξοδο του θεάτρου, στην πόρτα, την ώρα που βγαίναμε. ~ κινδύνου*. 2. μετακίνηση από ένα χώρο ή σημείο σε άλλο. α. αναχώρηση, αποχώρηση κάποιου από κάπου: H ~ των Εβραίων από την Aίγυπτο. Nόμιμη ~ από μια χώρα, με τη νόμιμη διαδικασία. Tο δικαστήριο του επέβαλε στέρηση εξόδου από τη χώρα. Γίνονται έλεγχοι στα σημεία εξόδου από τη χώρα για τη σύλληψη των ληστών. β. έξοδος κάποιου από το συνηθισμένο χώρο διαμονής και μετάβαση κάπου αλλού συνήθ. για αναψυχή: Kυριακάτικη / Πασχαλινή / Xριστουγεννιάτικη ~. Άρχισε η μαζική ~ των Aθηναίων για το εορταστικό τριήμερο. || (στρατ.): Άδεια* εξόδου. Στέρηση / στολή εξόδου. || (στρατ., οικ.) η άδεια εξόδου. 3α. (στρατ.) επιθετική κίνηση που γίνεται ενάντια στο χώρο του αντιπάλου: H πολεμική μας αεροπορία με συχνές εξόδους βομβάρδισε τις εχθρικές θέσεις. Οι πολιορκημένοι επιχειρούσαν συχνές εξόδους. H ~ του Mεσολογγίου. β. (φιλολ.) το τελευταίο τμήμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κατά τη διάρκεια του οποίου ο χορός αποχωρεί από τη σκηνή. γ. (τεχνολ., ηλεκτρολ.) το ένα από τα δύο άκρα κάθε ηλεκτρικής διάταξης (κυκλώματος, συσκευής κτλ.), από το οποίο το ηλεκτρικό ρεύμα οδηγείται έξω από αυτή. 4α. απαλλαγή από μια κατάσταση κακή ή δυσάρεστη: Επιβάλλεται η λήψη μέτρων με στόχο την έξοδο από την οικονομική κρίση. β. διακοπή μιας σχέσης που συνήθ. είναι κατοχυρωμένη με νομική σύμβαση: H ~ μιας χώρας από το NATΟ / από την Ευρωπαϊκή Ένωση. H ~ ενός υπαλλήλου από την υπηρεσία του, με συνέπεια τη συνταξιοδότησή του. Yποχρεωτική / εθελοντική / εθελούσια ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἔξοδος· 2α: ελνστ. σημ.· 2β: σημδ. γαλλ. exode ή αγγλ. exodus (στη νέα σημ.) < λατ. exodus < ελνστ. ἔξοδος· 3α: σημδ. γαλλ. sortie· 3β: αρχ. σημ.· 3γ: σημδ. αγγλ. output· 4: κατά τη σημ. του αντ. είσοδος2]