Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσπονδος -η -ο [ásponδos] Ε5 : για πρόσωπα ανάμεσα στα οποία είναι αδύνατη η συμφιλίωση, που τα χωρίζουν αγεφύρωτες διαφορές· ασυμφιλίωτος: Είναι άσπονδοι εχθροί. || (ειρ.): Άσπονδοι φίλοι, εχθροί που υποκρίνονται ότι είναι φίλοι. || Tους χωρίζει άσπονδο μίσος, πολύ βαθύ. || (μτφ.): Είναι ~ εχθρός του καπνίσματος / του διαβάσματος κτλ., τα απεχθάνεται.
[λόγ. < ελνστ. ἄσπονδος, αρχ. σημ.: `που δεν έκανε ανακωχή΄]