Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπονος -η -ο [áponos] Ε5 : που δεν αισθάνεται οίκτο, λύπηση, συμπόνια· σκληρόκαρδος άσπλαχνος. ANT πονετικός: Mην είσαι τόσο σκληρή και άπονη. Άπονε, δεν τον λυπάσαι;
άπονα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε σκληρά και ~. [αρχ. ἄπονος `χωρίς κόπο΄ (η σημερ. σημ. μσν., κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πόνος2γ)]