Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπνοια
2 εγγραφές [1 - 2]
άπνοια 1 η [ápnia] Ο27 : η έλλειψη, η απουσία ανέμου· νηνεμία.

[λόγ. < αρχ. ἄπνοια]

άπνοια 2 η : (ιατρ.) αναστολή της αναπνοής περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένη.

[λόγ. < νλατ. apnoea < a- = α- 1 + αρχ. πνο(ή) -ea = -ια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες