Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντέστε [adéste] & άντεστε [ádeste] επιφ. : (λαϊκότρ.) άντε, για παρακίνηση, προτροπή που απευθύνεται σε περισσότερα από ένα άτομα.
[< άντε κατά το δέστε (προστ. του βλέπω)· μετακ. τόνου κατά τον τον. του άντε]