Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλλωστε
1 εγγραφή
άλλωστε [áloste] σύνδ. αντιθ. : συνήθ. ύστερα από τελεία ή άνω τελεία και στην αρχή ή κοντά στην αρχή της πρότασης· εκφέρει το βασικό λόγο τον οποίο με ήπιο τόνο προσθέτει ο ομιλητής, για να δικαιολογήσει ό,τι έχει αναφέρει στην προηγούμενη πρόταση· εξάλλου: Δεν πρόκειται να σας καθυστερήσω· ~ είναι η ώρα περασμένη. Ξέρει καλά τη δουλειά του· ~ δουλεύει στην ίδια θέση εδώ και είκοσι χρόνια. Δεν τους παρεξήγησα· και τους δύο ~ τους γνωρίζω χρόνια. || (ως επίρρ.): όπως ~, βέβαια, φυσικά: Ήταν υπάκουη και πρόθυμη, όπως ~ όλες οι γυναίκες του καιρού της.

[λόγ. < αρχ. ἄλλως τε]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες