Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλλωστε [áloste] σύνδ. αντιθ. : συνήθ. ύστερα από τελεία ή άνω τελεία και στην αρχή ή κοντά στην αρχή της πρότασης· εκφέρει το βασικό λόγο τον οποίο με ήπιο τόνο προσθέτει ο ομιλητής, για να δικαιολογήσει ό,τι έχει αναφέρει στην προηγούμενη πρόταση· εξάλλου: Δεν πρόκειται να σας καθυστερήσω· ~ είναι η ώρα περασμένη. Ξέρει καλά τη δουλειά του· ~ δουλεύει στην ίδια θέση εδώ και είκοσι χρόνια. Δεν τους παρεξήγησα· και τους δύο ~ τους γνωρίζω χρόνια. || (ως επίρρ.): όπως ~, βέβαια, φυσικά: Ήταν υπάκουη και πρόθυμη, όπως ~ όλες οι γυναίκες του καιρού της.
[λόγ. < αρχ. ἄλλως τε]