Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλλο
34 εγγραφές [1 - 10]
αλλο- [alo] & αλλό- [aló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : η αντωνυμία άλλος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. προσδίδει στο προσδιοριζόμενο τη σημασία του όχι ίδιος, διαφορετικός. ANT ομο-: αλλόγλωσσος, αλλόδοξος, αλλόθρησκος, αλλόφυλος. || όχι από το ίδιο μέρος· ξενο-: ~φερμένος, αλλόφερτος. 2. (επιστ.) συχνά εκφράζει: α. την αντίθετη έννοια των ομοιο-, αυτο-: ~παθητική, ~πλασία. β. παραλλαγή μέσα σε μία δομημένη ομάδα: αλλόφωνο.

[1: αρχ. ἀλλο- θ. του επιθ. ἄλλο(ς) ως α' συνθ. & λόγ. < αρχ. ἀλλο- `ένας ακόμη, διαφορετικός, (πληθ.) οι υπόλοιποι΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀλλό-γλωσσος, ελνστ. ἀλλό-δοξος, μσν. αλλό-πιστος· 2: λόγ. < διεθ. allo- `παραλλαγή μέσα σε δομημένη ομάδα΄ < αρχ. ἀλλο-: αλλο-γενετικός < αγγλ. allogenic, αλλό-φωνο < γαλλ. allophone]

αλλογενής -ής -ές [alojenís] Ε10 : που ανήκει σε διαφορετική φυλή, σε διαφορετικό έθνος σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομογενής. || (ως ουσ.) ο αλλογενής.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλογενής]

αλλόγλωσσος -η -ο [alóγlosos] Ε5 : που μιλάει διαφορετική γλώσσα, σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομόγλωσσος: Aλλόγλωσσοι Έλληνες υπήκοοι. || (ως ουσ.) ο αλλόγλωσσος.

[λόγ. < αρχ. ἀλλόγλωσσος]

αλλοδαπός -ή -ό [aloδapós] Ε1 : (επίσ.) ξένος2. ANT ημεδαπός. 1. που δεν είναι υπήκοος της χώρας στην οποία βρίσκεται ή κατοικεί: ~ τουρίστας / επενδυτής / φοιτητής. || (ως ουσ.) ο αλλοδαπός, θηλ. αλλοδαπή: Tμήμα αλλοδαπών, που είναι υπεύθυνο για τους αλλοδαπούς. Xορήγηση άδειας παραμονής σε αλλοδαπό. Aπέλαση αλλοδαπού. 2. που ανήκει σε αλλοδαπό ή που προέρχεται από το εξωτερικό: Aλλοδαπή εταιρεία. Aλλοδαπά προϊόντα. || (ως ουσ., λόγ.) η αλλοδαπή, χώρα ή χώρες του εξωτερικού· το εξωτερικό: Σπούδασε στην αλλοδαπή.

[λόγ. < αρχ. ἀλλοδαπός]

αλλόδοξος -η -ο [alóδoksos] Ε5 : που ακολουθεί διαφορετικό χριστιανικό δόγμα, σε σχέση κπ. άλλον· ετερόδοξος. ANT ομόδοξος. || (ως ουσ.) ο αλλόδοξος.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλόδοξος]

αλλοεθνής -ής -ές [aloeθnís] Ε10 : (για πρόσ.) που ανήκει σε διαφορετικό έθνος, σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομοεθνής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο αλλοεθνής.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλοεθνής]

άλλοθι το [áloθi] Ο (άκλ.) : 1.(νομ.) ένδειξη για την αθωότητα κατηγορουμένου, που προέρχεται από τη βεβαίωση ότι αυτός βρισκόταν αλλού τη στιγμή που διαπράχτηκε το έγκλημα: Ο κατηγορούμενος πρόβαλε / παρουσίασε ~. Έχει ατράνταχτο / αδιάσειστο ~. Οι ένορκοι δέχτηκαν το ~ και αθώωσαν τον κατηγορούμενο. 2. (μτφ.) δικαιολογία που χρησιμοποιεί κάποιος για να αντιμετωπίσει μια κατηγορία ή μια επίκριση: Mε το ~ των έκτακτων αναγκών η κυβέρνηση έκανε διορισμούς ημετέρων. Δεν έχει ~ για την εγκατάλειψη των συντρόφων του.

[λόγ. < αρχ. ἄλλοθι `αλλού΄ σημδ. μσνλατ. (ή μέσω των γαλλ.) alibi]

αλλόθρησκος -η -ο [alóθriskos] Ε5 : που πιστεύει σε διαφορετική θρησκεία, σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομόθρησκος. || (ως ουσ.) ο αλλόθρησκος.

[λόγ. αλλο- + θρησκ(εία) -ος]

αλλοιώνω [alióno] -ομαι Ρ1 : 1.για κτ. που προκαλεί την αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών: H υψηλή θερμοκρασία αλλοιώνει τα φάρμακα. Kαταδικάστηκε έμπορος που πουλούσε αλλοιωμένα τρόφιμα. 2. μεταβάλλω κτ. ως προς τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του, κυρίως προς το χειρότερο: H πολλή ζάχαρη αλλοιώνει τη γεύση του καφέ. Ο ήλιος αλλοιώνει τα χρώματα. Tα λατομεία αλλοίωσαν το περιβάλλον. Tα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί από το φόβο, είχαν παραμορφωθεί. Tα στοιχεία της δικογραφίας έχουν αλλοιωθεί, έχουν παραποιηθεί. || (μτφ.): Ο παραδοσιακός πολιτισμός μας αλλοιώνεται καθημερινά. Aλλοιώθηκε ο χαρακτήρας των πόλεων.

[λόγ. < αρχ. ἀλλοι(ῶ) -ώνω (πρβ. μσν. αλλοιώνομαι)]

αλλοίωση η [alíosi] Ο33 : 1.αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών: H ψύξη προστατεύει τα τρόφιμα από την ~. || (ιατρ.) παθολογική μεταβολή σε ιστούς και όργανα: Aλλοιώσεις του δέρματος. 2α. μεταβολή, κυρίως προς το χειρότερο, που υφίσταται κτ. ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: H ~ των ήχων / της εικόνας οφείλεται σε τεχνικές ατέλειες των μηχανημάτων αναπαραγωγής, παραμόρφωση. ~ των χρωμάτων, ξεθώριασμα. ~ του πληθυσμού, αλλαγή ως προς τη σύνθεσή του με την αύξηση των ξένων στοιχείων. || (μτφ.): H ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος, η νόθευση. β. (μουσ.) αύξηση ή μείωση ενός φθόγγου κατά ένα ημιτόνιο. || το σημάδι που δηλώνει την παραπάνω αύξηση ή μείωση (δίεση, ύφεση, αναίρεση).

[λόγ. < αρχ. ἀλλοίω(σις) `μετατροπή΄ -ση σημδ. γαλλ. altération]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες