Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άκαπνος 1 -η -ο [ákapnos] Ε5 : I.που δε βγάζει καπνό, όταν καίγεται: Άκαπνη πυρίτιδα. II. (ειρ., μειωτ.) για κπ. που δεν πολέμησε ποτέ και, κατά συνέπεια, που δεν ξέρει τι σημαίνει πόλεμος· απόλεμος.
[λόγ. < αρχ. ἄκαπνος (στη σημ. I)]
- άκαπνος 2 -η -ο : (οικ.) για κπ. που δεν καπνίζει ή που δεν έχει τσιγάρα να καπνίσει: Εγώ είμαι ~, μη καπνιστής. Έμεινα ~, δεν έχω τσιγάρα.
[λόγ. α- 1 καπν(ός) 2 -ος]