Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άκανθα η [ákanθa] Ο27 : 1.(λόγ.) αγκάθι. 2. για κτ. που μοιάζει με αγκάθι. α. (αρχιτ.) γλυπτή διακόσμηση του κορινθιακού κιονοκράνου· άκανθος: Tα μαρμάρινα φύλλα της άκανθας. β. (ανατ., ιατρ.) σκληρή και αιχμηρή προεξοχή.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄκανθα· 2β: ελνστ. σημ.· 2α: σημδ. γαλλ. acanthe (στη νέα σημ.) < λατ. acanthus < αρχ. ἄκανθος ὁ (δες λ.)]