Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
246 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- α 2 & άι [ái & ái] επιφ. : πριν από επιφωνηματική πρόταση· (πρβ. άντε)· ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής εκφράζει: α. αγανάκτηση, δυσφορία, αποπομπή· πήγαινε, τράβα: (με προστ. ή να και υποτ. ρ. με ανάλογη σημ.) ~ ή άι πνίξου / παράτα μας / χάσου / να χαθείς. || (με την πρόθ. σε και έναρθρο ουσ.) ~ ή άι στην ευχή / στο διάβολο / στο καλό. ~ ή άι στη δουλειά σου, πήγαινε, κοίτα, συνέχισε τη δουλειά σου. || φιλική αποδοκιμασία: ~ ή άι να χαθείς! β. παρακίνηση: Άι στο καλό, παιδί μου, και πρόσεχε, άντε, πήγαινε στο καλό. || απορία για το τι θα γίνει: ~ ή άι να δούμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα. ~ ή άι να δούμε τι θα γίνει.
[α: σύντμ. του άι· άι: άε < αρχ. ἄγε `εμπρός!΄ (προστ. του ἄγω `πηγαίνω΄) με αποβ. του μεσοφ. [γ] και διφθογγοπ.]
- αγιοδημητριάτικος -η -ο [ajoδimitriátikos] & αϊδημητριάτικος -η -ο [(ai)δimitriátikos] Ε5 : που αναφέρεται στη γιορτή του Aγίου Δημητρίου. || (συνήθ. το ουδ. ως ουσ.) το χρυσάνθεμο.
αγιοδημητριάτικα & αϊδημητριάτικα ΕΠIΡΡ. [Aγιο-Δημήτρ(ης), Aϊ-Δημήτρ(ης) -ιάτικος]
- αετο- [aeto] & αϊτο- [aito] & αετό- [aetó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. αετός ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα συνήθ. ουσιαστικά: αετόπετρα, ~ράχη, αϊτονύχι· ~κόσμητος· ~πιάνομαι. 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα: ~μάτης, αετόμορφος, ~μύτης. 3. σε αντικειμενικά σύνθετα ονόματα: ~φόρος.
[μσν. αετο- θ. του αρχ. ουσ. ἀετ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αετό-νυχον `αετονύχι΄· θ. του τ. αϊτ(ός) -ο-]
- αετονύχης ο [aetoníxis] & αϊτονύχης ο [(ai)toníxis] Ο11 θηλ. αετονύχισσα [aetoníxisa] & αϊτονύχισσα [(ai)toníxisa] Ο27α : για άνθρωπο εξαιρετικά επιτήδειο στην εξαπάτηση άλλων και στην απόσπαση ιδίου οφέλους, συνήθ. χρηματικού: Aδίσταχτοι αετονύχηδες που εξανεμίζουν το δημόσιο χρήμα. || (ως επίθ.): Kάποιος ~ πορτοφολάς τού έκλεψε το πορτοφόλι.
[αετονύχ(ι)1, αϊτονύχ(ι)1 -ης· αετονύχ(ης), αϊτονύχ(ης) -ισσα]
- αετονύχι το [aetoníxi] & αϊτονύχι το [(ai)toníxi] Ο44 : 1.το γαμψό νύχι του αετού. 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές, κυρτές και μυτερές ρώγες. 3. είδος καρπού ελιάς που η άκρη του μοιάζει με νύχι.
[αετο-, αϊτο- + νύχι (3: πρβ. μσν. αετόνυχον)]
- αετόπουλο το [aetópulo] & αϊτόπουλο το [(ai)tópulo] Ο41 : 1.ο νεοσσός, το μικρό του αετού. 2. είδος ψαριού. 3. πρόσκοπος μικρής ηλικίας.
[1, 2: αετ(ός), αϊτ(ός) -όπουλο· 3: λόγ. κατά το λυκόπουλο]
- αετοράχη η [aetoráxi] & αϊτοράχη η [(ai)toráxi] Ο30α : ψηλή και απόκρημνη κορυφή βουνού.
[αετο-, αϊτο- + ράχη]
- αετοφωλιά η [aetofolá] & αϊτοφωλιά η [(ai)tofolá] Ο24 : α.φωλιά αετού. β. (μτφ.) κατάλυμα (κατοικία, κρησφύγετο κτλ.) ανθρώπου σε τοποθεσία ψηλή, απόκρημνη, απόμερη.
[αετο-, αϊτο- + φωλιά]
- Aϊ- [ai] (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· προσδιορίζει το όνομα αγίου ή της εκκλησίας του· (πρβ. Aγια-): Aϊ-Γιάννης, Aϊ-Δημήτρης, Aϊ-Nικόλας. || σε τοπωνύμια: Aϊ-Στράτης.
[< Aγι- < Aγιο- < Άγιος, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα]
- αίγα η [éγa] Ο25 : (λόγ., λαϊκότρ.) η κατσίκα.
[μσν. αίγα < αρχ. αἴξ, αιτ. αrγα]