Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
144 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ώνια τα [ónia] Ο40 : (λόγ., στράτ.) τα ψώνια: Aξιωματικός ωνίων.
[λόγ. < αρχ. ὤνια τα, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ὤνιος `για πούλημα΄]
- ωό το [oó] Ο38 : α. (βιολ.) η οργανική μάζα που διαπλάθεται στο σώμα των θηλυκών του ανθρώπου και των ζώων, με τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο, και εξελίσσεται σε έμβρυο. β. (λόγ.) αυγό. ΦΡ σιγά τα αυγά* / τα ωά.
[λόγ.: β: αρχ. ᾠόν· α: σημδ. νλατ. ovum (λατ. ovum `αυγό΄)]
- ωο- [oo] & ωό- [oó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ω- [o], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το λόγιο ουσ. ωό ως α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως λόγια ή επιστημονικά ονόματα. 1. με αναφορά στο αυγό: ~κέλυφος· ~ζωοτοκία, ~τόκος. 2. με αναφορά στο ωάριο των θηλυκών και ειδικότερα της γυναίκας: ωαγωγός, ~θήκη, ~θυλάκιο, ωόκεντρο, ~κύτταρο, ~ρρηξία.
[λόγ. < αρχ. ὠ(ο)- θ. του ουσ. ὠό(ν) > αυγό ως α' συνθ.: αρχ. ὠο-ειδής, ὠο-τόκος & διεθ. oo- < αρχ. ὠο-: ωο-θήκη < γαλλ. oothèque & μτφρδ.: ωο-κύτταρο < γαλλ. ovocyte]
- ωοειδής -ής -ές [ooiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα του αυγού (κότας) ή της κατά μήκος τομής του· αυγόσχημος: Ωοειδές σχήμα προσώπου.
[λόγ. < αρχ. ᾠοειδής]
- ωοζωοτοκία η [oozootokía] Ο25 : (ζωολ.) τρόπος αναπαραγωγής ορισμένων ζώων κατά τον οποίο το θηλυκό κρατά μέσα στο σώμα του τα αυγά ώσπου να εκκολαφθούν τα νεογνά, και δίνει έτσι την εντύπωση ότι γεννά απευθείας μικρά.
[λόγ. ωοζωοτόκ(ος) -ία]
- ωοζωοτόκος -ος / -α -ο [oozootókos] Ε14 : (ζωολ.) για ζώο που αναπαράγεται με ωοζωοτοκία: Ωοζωοτόκα ερπετά / αμφίβια.
[λόγ. σύντμ. ωο(τόκος) + ζωοτόκος μτφρδ. γαλλ. ovovivipare]
- ωοθήκη η [ooθíki] Ο30 : α. (ιατρ., ανατ., βιολ.) το αναπαραγωγικό όργανο θηλυκού οργανισμού (ανθρώπου ή ζώου) στο οποίο παράγονται τα ωάρια: Nοσήματα ωοθηκών. β. (βοτ.) το τμήμα του άνθους που περιλαμβάνει τα ωάρια του φυτού και μεταβάλλεται μετά τη γονιμοποίηση σε καρπό.
[λόγ. ωο- + -θήκη απόδ. γαλλ. ovaire]
- ωοθηκίτιδα η [ooθikítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή της ωοθήκης.
[λόγ. ωοθήκ(η) -ίτις > -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. ovarite]
- ωοθυλάκιο το [ooθilákio] Ο40 : κυτταρικός σχηματισμός της ωοθήκης που περιέχει ένα ωάριο.
[λόγ. ωο- + θυλάκιον μτφρδ. γαλλ. follicule ovarien]
- ωοκύτταρο το [ookítaro] Ο40 : (ανατ., βιολ.) ωάριο που δεν έχει ακόμη ωριμάσει.
[λόγ. ωο- + κύτταρον μτφρδ. γαλλ. ovocyte]