Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ψ
436 εγγραφές [51 - 60]
ψαρο- 2 : το επίθ. ψαρός ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε γκρίζα απόχρωση αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: ~γένης, ~μάλλης.

[θ. του επιθ. ψαρ(ής), ψαρ(ός) -ο-]

ψαρόβαρκα η [psaróvarka] Ο27α : η βάρκα του ψαρά· ψαροπούλα: Οι ψαρόβαρκες λικνίζονταν στα ήσυχα νερά του λιμανιού.

[ψαρο- 1 + βάρκα]

ψαροκάικο το [psarokáiko] Ο41 : καΐκι για ψάρεμα, μικρό αλιευτικό σκάφος· ψαροπούλα.

[ψαρο- 1 + καΐκ(ι) -ο]

ψαροκάλαθο το [psarokálaθo] Ο41 : πλατύ και ρηχό καλάθι για ψάρια.

[ψαρο- 1 + καλάθ(ι) -ο]

ψαροκασέλα η [psarokaséla] Ο25α : 1.πλατύ και ρηχό ξύλινο κιβώτιο για ψάρια. 2. (υβρ.) για άσχημη και αδύνατη γυναίκα.

[ψαρο- 1 + κασέλα]

ψαροκεφαλή η [psarokefalí] Ο29 : κεφάλι από ψάρι, ιδίως μεγάλο· μεγάλο ψαροκέφαλο: Σούπα (από) ~.

[ψαρο- 1 + κεφαλή]

ψαροκέφαλο το [psarokéfalo] Ο41 : κεφάλι από ψάρι· (πρβ. ψαροκεφαλή): Πέταξε τα ψαροκέφαλα στις γάτες.

[ψαρο- 1 + κεφάλ(ι) -ο]

ψαροκόκαλο το [psarokókalo] Ο41 : 1.κόκαλο από ψάρι. 2. για κτ. του οποίου το σχήμα ή η διάταξη μοιάζει με σκελετό ψαριού. α. είδος βελονιάς. β. σχέδιο ύφανσης ή υφάσματος. γ. τρόπος στρώσης ξύλινου δαπέδου.

[μσν.(;) ψαροκόκαλον < ψαρο- 1 + κόκαλον]

ψαρόκολλα η [psarókola] Ο27α : (προφ.) είδος ζωικής κόλλας· ιχθυόκολλα.

[μσν. ψαρόκολλα, ψαροκόλλα < ψαρο- 1 + κόλλα]

ψαρόλαδο το [psarólaδo] Ο41 : (προφ.) λάδι που παράγεται από ορισμένα είδη ψαριών· ιχθυέλαιο· (πρβ. μουρουνέλαιο).

[ελνστ. ὀψαρέλαιον (δες στο ψάρι) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ψάρι και κατά την εξέλ. ἔλαιον > λάδ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες