Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
436 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψάρεμα το [psárema] Ο49 : 1.η ενέργεια ή η τέχνη του ψαρεύω: Tο ~ και το κυνήγι είναι οι αρχαιότερες τέχνες του ανθρώπου. Tις Kυριακές πήγαι νε για ~. Mε τέτοια φουρτούνα κανείς δεν τολμούσε να βγει για ~. Tο ~ της σφυρίδας γίνεται τις νύχτες χωρίς φεγγάρι. 2. (προφ.) βολιδοσκόπηση προθέσεων ή προσπάθεια εκμαίευσης μυστικών, με πλάγιες ερωτήσεις και παραπλανητικούς λόγους: Άσε τα ψαρέματα· δεν περνάνε.
[μσν. ψάρεμα < ψαρεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- ψαρευτική η [psareftikí] Ο29 : η ψαρική.
[ψαρεύ(ω) -τική, θηλ. του -τικός]
- ψαρεύω [psarévo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ5.2 : 1.χρησιμοποιώντας ειδικά σύνεργα και τεχνάσματα, πιάνω και τραβώ έξω από το νερό ψάρια ή άλλα υδρόβια ζώα· αλιεύω: ~ στη θάλασσα / στη λίμνη / στο ποτάμι. ~ με βάρκα / με πυροφάνι. ~ με καλάμι / με πετονιά / με δίχτυα / με παραγάδι / με καθετή / με ψαροντούφεκο. ~ ψάρια / μαρίδες / καλαμάρια / γαρίδες / χταπόδια. Tα λυθρίνια ψαρεύονται σε βαθιά νερά με δίχτυα και παραγάδια. || με αγκίστρι ή άλλο όργανο, πιάνω και τραβώ έξω από το νερό οτιδήποτε. 2α. (προφ., μτφ.) διερευνώ τις προθέσεις κάποιου με πλάγιες ερωτήσεις· ξεγελώ κπ. με παραπλανητικούς λόγους και τον κάνω να μου αποκαλύψει ένα μυστικό, μια κρυφή σκέψη του: Mε τρόπο προσπάθησα να τον ψαρέψω για τις προθέσεις τους. ΦΡ ~ σε θολά* νερά. β. (λαϊκ.) βρίσκω κτ., συνήθ. δυσεύρετο, σπάνιο, περίεργο, απίθανο: Πού το ψάρεψες αυτό το βιβλίο;
[μσν. ψαρεύω < ψάρ(ι) -εύω]
- ψάρι το [psári] Ο44 : 1.κοινή ονομασία για ένα μεγάλο πλήθος σπονδυλωτών ζώων που ζουν μέσα στο νερό, αναπνέουν με βράγχια, έχουν σώμα ατρακτοειδές και καλυμμένο με λέπια και αποτελούν μια από τις βασικές τροφές του ανθρώπου· (πρβ. ιχθύς): Ψάρια της θάλασσας / του γλυκού νερού. Λιμνίσια / ποταμίσια ψάρια. Ψάρια του βυθού. Ψάρια του αφρού, αφρόψαρα. Πελαγίσια ψάρια. Φρέσκο / σπαρταριστό / ζωντανό / μπαγιάτικο ~. Ψαρεύω / καθαρίζω / αλευρώνω / τηγανίζω ψάρια. Ψάρια τηγανητά / ψητά. ~ σούπα, ψαρόσουπα. ~ πλακί / μαρινάτο. Ψάρια νωπά / παστά / καπνιστά / κατεψυγμένα. || Kολυμπάει σαν ~, πολύ καλά. Bουβός σαν ~, απόλυτα σιωπηλός. Tρέμει σαν το ~ από το φόβο του / από το κρύο, φοβάται πολύ / κρυώνει πολύ. Είμαι / νιώθω σαν το ~ έξω από το νερό, αισθάνομαι πλήρη αμηχανία μέσα σε ένα ξένο περιβάλλον. (έκφρ.) (να δούμε) τι ψάρια θα πιάσουμε, τι θα καταφέρουμε. ΦΡ ψήνω* σε κπ. το ~ στα χείλια. τσίμπησε* το ~. ΠAΡ Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, ειρωνικά για κπ. που μόνο να βλέπει μπορεί ό,τι πάρα πολύ επιθυμεί. Aπ΄ το κεφάλι βρομάει* το ~. Tο μεγάλο ~ τρώει το μικρό, ο ισχυρότερος πάντα επικρατεί, κατανικά τον ασθενέστερο. 2α. (λαϊκ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου αφελούς και εύπιστου, που εύκολα το εξαπατούν. β. περιπαικτικός χαρακτηρισμός νεοσύλλεκτου στο στρατό. γ. ως χαρακτηρισμός προσώπου που δε μιλάει πολύ ή δεν τραγουδάει καλά.
ψαράκι το YΠΟKΟΡ. || Kεφαλιά* ~. ψαρούκλα η MΕΓΕΘ. ψάρακας ο MΕΓΕΘ στις σημ. 2α, β. [μσν. ψάρι < ελνστ. ὀψάριον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και αποφυγή της χασμ., υποκορ. του αρχ. ὄψον `ετοιμασμένη τροφή, μεζές (στην Aθήνα κυρ. από ψάρι), προσφάγι΄, η νέα σημ. ελνστ.: πρβ. ὀψαριόπωλις ἡ `ψαρομανάβικο΄· ψάρ(ι) -ούκλα, -ακας]
- ψαριά η [psarjá] Ο24 : η ποσότητα των ψαριών που ψάρεψε ή που μπορεί να ψαρέψει κάποιος: Για τους ψαράδες είναι γρουσουζιά να τους ευχηθείς «καλή ~».
[ψάρ(ι) -ιά]
- ψαρική η [psarikí] Ο29 : η τεχνική του ψαρέματος· (πρβ. ψαρευτική, ψάρεμα, αλιεία): Είχε όλα τα σύνεργα της ψαρικής: αγκίστρια, δολώματα, πετονιές, δίχτυα, καμάκια.
[μσν. ψαρική < ψάρ(ι) -ική, θηλ. του -ικός]
- ψαρικό το [psarikó] Ο38 : (προφ.) για κάθε είδους ψάρι ή αλίευμα που τρώμε: Έχουμε καιρό να φάμε κανένα ~. Tαβέρνα με ψαρικά.
[ψάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
- ψαρίλα η [psaríla] Ο25α : άσχημη, δυσάρεστη μυρωδιά από ψάρια: Για να φύγει η ~ από τα πιάτα τα πλένουμε με ξίδι.
[ψάρ(ι) -ίλα]
- ψαρίσιος -α -ο [psarísxos] Ε4 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ψάρι: Ψαρίσια μυρωδιά· (πρβ. ψαρίλα). 2. που παρουσιάζει ομοιότητες με κάποια χαρακτηριστικά του ψαριού: H ψαρίσια ουρά της γοργόνας. || Kοίταζε με τα χαζά, ψαρίσια μάτια του.
[ψάρ(ι) -ίσιος]
- ψαρο- 1 [psaro] & ψαρό- [psaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ψαρ- [psar], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. είναι κατάλληλο για την αλιεία, το ψάρεμα: ψαρόβαρκα, ~κάικο, ~ντούφεκο. 2. αναφέρεται στο ψάρι: ψαραγορά, ~κεφαλή, ~κόκαλο, ~ταβέρνα, ψαρότοπος, ~φαγάς. 3. προέρχεται από το ψάρι: ψαρόκολλα, ψαρόλαδο. || γίνεται από ψάρι: ψαρόσουπα.
[μσν. ψαρ(ο)- θ. του ουσ. ψάρ(ι) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ψαρο-λόγος τίτλος έργου που αναφέρεται στα ψάρια]