Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
436 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψαμμίτης ο [psamítis] Ο10 : (γεωλ.) ιζηματογενές πέτρωμα από κόκκους άμμου συγκολλημένους με ορυκτή ύλη· ψαμμόλιθος1: Aργιλικός / ασβεστολιθικός / σιδηρούχος ~.
[λόγ. < γαλλ. psammite < αρχ. ψάμμ(ος) -ite = -ίτης (πρβ. ελνστ. ψαμμίτης `από άμμο΄)]
- ψαμμιτικός -ή -ό [psamitikós] Ε1 : (γεωλ.) που συνίσταται από ψαμμίτη: Ψαμμιτικό στρώμα.
[λόγ. ψαμμίτ(ης) -ικός]
- ψαμμόλιθος ο [psamóliθos] Ο20α : 1.(γεωλ.) ψαμμίτης. 2. (ιατρ.) ψάμμος.
[λόγ. ψάμμ(ος) -ο- + λίθος απόδ. γαλλ. psammite, sable]
- ψάμμος η [psámos] Ο35 : (ιατρ.) ουσίες που συγκεντρώνονται με μορφή κρυσταλλικών κόκκων στα νεφρά και στα ούρα και παραμένουν αδιάλυ τες εξαιτίας παθολογικού παράγοντα.
[λόγ. < αρχ. ψάμμος `άμμος΄ σημδ. γαλλ. sable]
- ψαμμόφιλος -η -ο [psamófilos] Ε5 : (για ζώο ή φυτό) που ζει ή φύεται σε αμμώδη εδάφη.
[λόγ. < γαλλ. psammophile < αρχ. ψάμμ(ος) -ο- + -phile = -φιλος]
- ψάξιμο το [psáksimo] Ο50 : η ενέργεια του ψάχνω και ιδίως η έρευνα σε ένα χώρο για να βρεθεί κτ.· (πρβ. αναζήτηση, έρευνα): Προσεκτικό / πρόχειρο ~. Περίμεναν να ξημερώσει για ν΄ αρχίσουν το ~. Aπό πού ν΄ αρχίσω το ~; Άσε τα ψαξίματα.
[ψαξ- (ψάχνω) -ιμο]
- ψαραγορά η [psaraγorá] Ο24 : χώρος (δρόμος, κτλ.) όπου είναι συγκεντρωμένα καταστήματα που πουλούν ψάρια· ιχθυαγορά, ψαράδικα: Kατέβηκε στην ~ να βρει φρέσκο και φτηνό ψάρι. Tι ώρα κλείνει η ~;
[ψαρ(ο)- 1 + αγορά]
- ψαράδικος -η -ο [psaráδikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους ψαράδες, που χρησιμοποιείται από αυτούς: Ψαράδικη βάρκα, ψαρόβαρ κα, ψαροπούλα. Ψαράδικη καλύβα. Ψαράδικο χωριό. Ψαράδικο καπέλο. 2. (ως ουσ.) το ψαράδικο: α. (προφ.) το κατάστημα του ψαρά· ιχθυοπωλείο. || (πληθ.) τα ψαράδικα, ψαραγορά, ιχθυαγορά. β. κάθε είδους αλιευτικό σκάφος, μικρό ή μεγάλο· (πρβ. ψαροκάικο, ψαρόβαρκα, ψαροπούλα, γρι γρι, τράτα, ανεμότρατα). γ. παντελόνι, συνήθ. γυναικείο, που φτάνει ως το γόνατο.
[μσν. ψαράδικος < ψαραδ- (ψαράς) -ικος]
- ψαραίνω [psaréno] Ρ7.4α : παίρνω ψαρί χρώμα: Οι κρόταφοί του άρχισαν να ψαραίνουν.
[ψαρ(ός) -αίνω]
- ψαράς ο [psarás] Ο1 : 1.αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το ψάρεμα· αλιέας: Οι ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους στην προκυμαία. Οι φτωχοί ψαράδες που ακολούθησαν το Xριστό. || ερασιτέχνης ψαράς. 2. αυτός που πουλά ψάρια και άλλα θαλασσινά είδη· ιχθυοπώλης: Πλανόδιος ~. Ο ~ της γειτονιάς μας.
[μσν. οψαράς < οψάρ(ι) -άς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το οψάρι > ψάρι]