Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
436 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψήσιμο το [psísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψήνω: 1. για φαγώσιμο: Πολύ / λίγο ~. Θέλει κι άλλο ~ το κρέας. Tο πέτυχες στο ~ το ψάρι, το έψησες όσο πρέπει για να γίνει νόστιμο. || για άλλο υλικό. 2. (προφ., λαϊκ.) επίμονη προσπάθεια να πειστεί κάποιος για κτ. με κατ΄ ιδίαν συζήτηση: Mια ώρα με είχε στο ~ και τελικά με κατάφερε.
[ψησ- (ψήνω) -ιμο]
- ψησταριά η [psistarjá] Ο24 : 1.συσκευή ή εγκατάσταση ειδική για το ψήσιμο κρεάτων στα κάρβουνα: ~ με σούβλα. || Hλεκτρική ~, με ηλεκτρικό ρεύμα. 2. εστιατόριο όπου σερβίρονται φαγητά παρασκευασμένα σε ψησταριά· ψητοπωλείο.
[ψήστ(ης) -αριά]
- ψηστήρι το [psistíri] Ο44α : (προφ., λαϊκ.) επίμονη προσπάθεια να πειστεί κάποιος για κτ. με κατ΄ ιδίαν συζήτηση: Aρχίζω το ~. Aρχίζω / πιάνω κπ. στο ~. || (ειδικότ.) ανάλογη προσπάθεια για σύναψη ερωτικών σχέσεων: Aπό την πρώτη κιόλας στιγμή που τη γνώρισε άρχισε το ~.
[ψησ- (ψήνω) -τήρι]
- ψήστης ο [psístis] Ο10 : τεχνίτης εστιατορίου, ταβέρνας κτλ. ειδικός για το ψήσιμο κρεάτων σε ψησταριά.
[ψησ- (ψήνω) -της]
- ψηστιέρα η [psistxéra] Ο25α : οικιακή ηλεκτρική συσκευή για το ψήσιμο φαγητών: Hλεκτρική ~.
[ψήστ(ης) στη σημ.: `σκεύος για ψήσιμο (του κα φέ)΄ -ιέρα]
- ψηστικά τα [psistiká] Ο38 : η αμοιβή (φούρναρη, ψήστη κτλ.) για το ψήσιμο φαγητού.
[ψήστ(ης) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]
- ψητάς ο [psitás] Ο1 : (προφ.) ψήστης: H ψησταριά της γειτονιάς μας έχει πολύ καλό ψητά.
[ψητ(ό) -άς]
- ψητοπωλείο το [psitopolío] Ο39 : κατάστημα που παρασκευάζει και σερβίρει ψητά κρέατα· ψησταριά.
[λόγ. ψητ(όν) -ο- + -πωλείον]
- ψητός -ή -ό [psitós] Ε1 : 1.(για φαγητό) που το παρασκευάζουν ή το έχουν παρασκευάσει με ψήσιμο· ψημένος: Ψητό κρέας / μοσχαράκι / κοτόπουλο / ψάρι. Ψητές πατάτες / πιπεριές. Πώς τα προτιμάτε τα ψάρια; ψητά ή τηγανητά; || (ως ουσ.) το ψητό, για ψητό κρέας: Παράγγειλε μια μερίδα ψητό με πατάτες. || (ως ουσ.) τα ψητά, για ψητά φαγητά: Ο γιατρός τού συνέστησε να αποφεύγει τα τηγανητά και να προτιμά τα ψητά. 2. (προφ., λαϊκ., ως ουσ.) το ψητό: α. το κύριο ή επίμαχο σημείο ενός θέματος, μιας υπόθεσης· ουσία: Άσε τα πολλά λόγια και προχώρα στο ψη τό. β. κέρδος, κυρίως οικονομικό· (πρβ. ψαχνό): Έχει πολύ ψητό η δουλειά.
[αρχ. ἑψητός `βραστός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ἕψω > ψήνω (η σημερ. σημ. μσν.)]
- ψηφί το [psifí] Ο43 : (λαϊκότρ.) α. ψηφίδα. β. γράμμα, ψηφίο: Tα ψηφιά της αλφαβήτας.
[μσν. ψηφί(ν) < ελνστ. ψηφίον `χαλικάκι΄ υποκορ. του αρχ. ψῆφος]