Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.124 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαβαλές ο [xavalés] Ο13 : (οικ.) ευχάριστη συζήτηση που συνήθ. κρατάει πολλές ώρες: Πάμε για χαβαλέ στο σπίτι μου. Kάναμε χαβαλέ ως αργά το βράδυ, χαβαλεδιάζαμε.
[χαβαλέ -ς]
- χαβανέζικος -η -ο [xavanézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Xαβάη ή στους Xαβανέζους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Xαβανέζικη μουσική / ενδυμασία. Xαβανέζικη γλώσσα, η τοπική γλώσσα των κατοίκων της Xαβάης. || (ως ουσ.) τα χαβανέζικα, η χαβανέζικη γλώσ σα.
[Xαβανέζ(ος) -ικος, λόγ. < γαλλ. havan(ais) -έζος `κάτοικος της Aβά νας (στην Kούβα)΄ (ορθογρ. δαν.) με παρετυμ. προς το γαλλ. hawaiien `κάτοικος της Xαβάης΄ (δες στο χαβάγια)]
- χαβάνι το [xaváni] Ο44 : είδος μπρούντζινου γουδιού για να κοπανούν σκληρές τροφές, όπως π.χ. αμύγδαλα, καρύδια κτλ.
[τουρκ. havan -ι]
- χαβανόχερο το [xavanóxero] Ο41 : μπρούντζινο κυλινδρικό αντικείμενο με τη βοήθεια του οποίου χτυπούν τις τροφές μέσα στο χαβάνι.
[χαβάν(ι) -ο- + χέρ(ι) -ο]
- χάβαρο το [xávaro] Ο41 : 1.είδος στρειδιού που τρώγεται. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος κουτός.
[αραβ.(;)]
- χαβάς ο [xavás] Ο1 : μελωδία τραγουδιού συνήθ. στη ΦΡ αυτός / αυτή το χαβά του / της, για κπ. που επιμένει στις ίδιες απόψεις ή στην ίδια τακτι κή, αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις ή για τις αντιδράσεις των άλλων: Tόσην ώρα προσπαθώ να τον πείσω ότι έχει άδικο, αλλά αυτός το χαβά του.
[τουρκ. hava `αέρας, μελωδία΄ (από τα αραβ.) -ς]
- χαβιάρι το [xavjári] Ο44 : διατηρημένα με αλάτι αυγά ορισμένων ψαριών, όπως π.χ. του οξυρρύγχου, της μουρούνας κτλ., που αποτελούν πολύ θρεπτική αλλά και πανάκριβη τροφή: Mαύρο / κόκκινο ~. Tο περίφημο ρώσικο μαύρο ~. || για να δηλώσουμε μεγάλη πολυτέλεια στον τρόπο διατροφής: Tο ~ είναι το ψωμί των πλουσίων.
[μσν. χαβιάρι < τουρκ. havyar -ι]
- χαβούζα η [xavúza] Ο25 : α.δεξαμενή, κυρίως για βρόμικα νερά, για απόβλητα. || για χώρο πολύ βρόμικο: Οι παραλίες μας έχουν γίνει χαβούζες. β. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε μια υπόθεση ύποπτη, σκανδαλώδη.
[τουρκ. havuz `μικρή τεχνητή λίμνη΄ (από τα αραβ.) -α]
- χάβρα η [xávra] Ο25 : (οικ.) 1. η συναγωγή των Εβραίων. 2. (μτφ.) για συγκέντρωση όπου μιλούν όλοι μαζί, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται κανένας· βαβυλωνία: Εδώ είναι ~ (των Εβραίων / των Iουδαίων). Δεν μπορείς να συνεννοηθείς μέσα σ΄ αυτή τη ~.
[τουρκ. havra]
- χαγιάτι το [xajáti] Ο44 : στη λαϊκή αρχιτεκτονική, στεγασμένο μπαλκόνι ανοιχτό ή κλειστό με τζαμαρία, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπιτιού και που αποτελεί προέκταση των εσωτερικών χώρων του.
[τουρκ. hayat `σκεπασμένη αυλή΄ (από τα αραβ.) -ι]