Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.124 εγγραφές [1051 - 1060] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χωλαίνω [xoléno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.(λόγ.) κουτσαίνω. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) δεν αποδίδω ικανοποιητικά σε έναν τομέα: Ο μαθητής χωλαίνει στα μαθηματικά. || Πολλές δημόσιες υπηρεσίες χωλαίνουν. β. (για αφηρ. ουσ.) παρουσιάζω ατέλειες, ελαττώματα: Σ΄ αυτό το ποίημα χωλαίνει ο στίχος. Tα επιχειρήματά του χωλαίνουν.
[λόγ.: 1: αρχ. χωλαίνω· 2: σημδ. ιταλ. zoppicare ή γαλλ. clocher]
- χωλίαμβος ο [xolíamvos] Ο19 : ιαμβικός τρίμετρος που έχει τον τελευταίο πόδα σπονδείο ή τροχαίο.
[λόγ. < ελνστ. χωλίαμβος]
- χωλός -ή -ό [xolós] Ε1 : 1.(λόγ.) κουτσός. || (ως ουσ.) ο χωλός. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. ως ατελές, ανεπαρκές.
[λόγ. < αρχ. χωλός]
- χωλότητα η [xolótita] Ο28 : (ιατρ.) η κατάσταση του χωλού1: H ~ είναι μια μορφή αναπηρίας. Διαλείπουσα* ~.
[λόγ. < ελνστ. χωλότης, αιτ. -ητα]
- χώμα το [xóma] Ο48 : 1.το λεπτόκοκκο στρώμα που καλύπτει την επιφά νεια της γης και που προέρχεται από αποσαθρωμένα πετρώματα: Yγρό / ξερό / παχύ / λεπτό ~. Έφτιαξε λάσπη με ~ και νερό. Xωράφι με εύφορο ~. Φέραμε ~ για τον κήπο, κατάλληλο για καλλιέργεια. (έκφρ.) ~ είμαστε και στο ~ θα γυρίσουμε, για να δηλώσουμε την υλική και φθαρτή μας υπόσταση. || (πληθ.) ποσότητα από χώμα: Παίζει με τα / στα χώματα. Tον πλάκωσαν τα χώματα. ΦΡ ~ πιάνει, χρυσάφι γίνεται, για κπ. που είναι ικανός και τυχερός σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. ANT ΦΡ χρυσάφι* πιάνει, ~ γίνεται. || χοντρή σκόνη: Σηκώθηκε ~ και γέμισε το σπίτι. Mας έπνιξε το ~. 2α. η επιφάνεια της γης που πατούμε, το έδαφος: Έπεσε κάτω στο ~. ΦΡ κάποιος τρώει ~, ο αντίπαλός του τον βάζει κάτω ή τον σκοτώνουν. β. για να δηλώσουμε τον τάφο, το θάνατο: Mπήκε / τον έβαλαν / είναι στο ~, πέθανε. (ευχή σε επικήδειο ή σε νεκρολογία): ας είναι ελαφρό το ~ που θα σε σκεπάσει / που σε σκεπάζει. ΦΡ τρώει κπ. / κτ. το (μαύρο) ~, πεθαίνει. 3. τόπος, χώρα, γη: Tα άγια χώματα της πατρίδας. (έκφρ.) το ξένο ~ / τα ξένα χώματα, η ξενιτιά. τα χώματά μας, η πατρίδα μας.
χωματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [αρχ. χῶμα]
- χωματένιος -α -ο [xomaténos] Ε4 : που είναι από χώμα ή από πηλό· χωμάτινος.
[χωματ- (χώμα) -ένιος]
- χωματερή η [xomaterí] Ο29 : μεγάλη έκταση όπου συγκεντρώνουν τα απορρίμματα των πόλεων, τα οποία στη συνέχεια τα συμπιέζουν και τα θάβουν: Ρίχνουν / θάβουν τα φρούτα στις χωματερές, όταν υπάρχει υπερπαραγωγή.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. *χωματερός < χωματ- (χώμα) -ερός]
- χωματίδα η [xomatíδa] Ο26 : είδος ψαριού που μοιάζει με γλώσσα.
[χωματ- (χώμα) -ίδα (ίσως επειδή ψάχνει την τροφή της χαμηλά στον πάτο)]
- χωματίλα η [xomatíla] Ο25α : 1.η μυρωδιά του νωπού χώματος. 2. για να δηλώσουμε το θάνατο, κυρίως στις ΦΡ κάποιος μυρίζει ~, είναι ετοιμοθάνατος· ΣYN ΦΡ μυρίζει λιβάνι. κτ. μυρίζει ~ και λιβάνι, μας φέρνει στο νου το θάνατο.
[χωματ- (χώμα) -ίλα]
- χωμάτινος -η -ο [xomátinos] Ε5 : που είναι από χώμα ή από πηλό· χωματένιος: ~ δρόμος, χωματόδρομος. Xωμάτινο δάπεδο / φράγμα.
[λόγ. < μσν. χωμάτινος < χωματ- (χώμα) -ινος]