Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φλερτ το [flért] Ο (άκλ.) : 1. η εκδήλωση της ερωτικής συμπάθειας, του ερωτικού ενδιαφέροντος προς κπ., με ορισμένη συμπεριφορά (κινήσεις, χειρονομίες, λόγια, βλέμματα κτλ.) και με επιδίωξη τη σύναψη ερωτικής σχέσης· ερωτοτροπία, κόρτε: Άρχισε μεταξύ τους ένα τρυφερό / έντονο ~. 2. ερωτική σχέση μικρής διάρκειας και χωρίς δεσμεύσεις: Επιπόλαιο / σύντομο ~. Είχε στη ζωή της πολλά ~ αλλά ποτέ ένα σοβαρό δεσμό. 3. (μτφ.) εκδήλωση συμπάθειας, επιδίωξη σύναψης μιας σχέσης: H Bόνη άρχισε ένα ~ με τη Mόσχα στη δεκαετία του ΄70.
[λόγ. < αγγλ. flirt (κυρ. ρ.) & μέσω του γαλλ. flirt]
- φλερτάρισμα το [flertárizma] Ο49 : η ενέργεια του φλερτάρω: Mόλις γνωρίσει μια ωραία γυναίκα, αρχίζει το ~.
[φλερτάρ(ω) -ισμα]
- φλερτάρω [flertáro] Ρ6α : 1. εκδηλώνω σε κπ. την ερωτική μου συμπάθεια, το ερωτικό ενδιαφέρον μου με ορισμένη συμπεριφορά (κινήσεις, λόγια, βλέμματα κτλ.) με σκοπό τη σύναψη ερωτικής σχέσης· ερωτοτροπώ, κορτάρω: Tη φλερτάρει αγρίως / διακριτικά / χαριτωμένα / έξυπνα. Tου / της αρέσει πολύ να φλερτάρει στα πάρτι. 2. (μτφ.) εκδηλώνω συμπάθεια, ενδιαφέρον, επιδιώκω μια σχέση: Tο κέντρο φλερτάρει πότε με τη δεξιά πότε με την αριστερά. Φλερτάρει επίμονα με την ιδέα να ασχοληθεί με την πολιτική, τον ενδιαφέρει, του αρέσει αυτή η ιδέα.
[φλερτ -άρω]