Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
895 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υάρδα η [iárδa] Ο25 : (λόγ.) γιάρδα.
[λόγ. < αγγλ. yard -α (ορθογρ. δαν.)]
- ύβος ο [ívos] Ο18 : 1. λιπώδες εξόγκωμα στη ράχη της καμήλας· καμπού ρα2. 2. (ιατρ.) προεξοχή της σπονδυλικής στήλης.
[λόγ. < αρχ. yβος]
- υβρεολόγιο το [ivreolójio] Ο40 : πολλές και απανωτές βρισιές· βρισίδι: Ξέσπασε σε ένα φοβερό ~! Ο κοινοβουλευτικός διάλογος δε γίνεται με υβρεολόγια εναντίον των αντιπάλων.
[λόγ. υβρεο- (θ. της λ. ύβρις1) + -λόγιον]
- ύβρη η [ívri] Ο31 : ύβρις2.
[< ύβρ(ις) μεταπλ. -η για προσαρμ. στη δημοτ.]
- υβριδικός -ή -ό [ivriδikós] Ε1 : (επιστ.) 1. (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο1: Yβριδικά κύτταρα. 2. που είναι αποτέλεσμα συνένωσης ή συνύπαρξης δύο διαφορετικών στοιχείων: ~ πυρηνικός αντιδραστήρας. Yβριδικό ηλεκτρονικό κύκλωμα. || (γλωσσ.) ~ σχηματισμός, για λέξη που σχηματίζεται από στοιχεία δύο διαφορετικών γλωσσών.
[λόγ. υβρί δ(ιον) -ικός]
- υβρίδιο το [ivríδio] Ο42 : (επιστ.) 1. (βιολ.) κάθε ζωντανός οργανισμός που προέρχεται από διασταύρωση: Yβρίδια καλαμποκιού. 2. για το αποτέλεσμα της συνένωσης ή συνύπαρξης δύο διαφορετικών στοιχείων. || (γλωσσ.) λέξη που σχηματίζεται από στοιχεία δύο διαφορετικών γλωσσών.
[λόγ. < γαλλ. hybrid(e) -ιον (ορθογρ. δαν.) < λατ. hybrida `γόνος μεικτής καταγωγής΄ < hibrida με παρετυμ. αρχ. ὕβρις]
- υβριδισμός ο [ivriδizmós] Ο17 : (βιολ.) κάθε φυσική ή τεχτητή διαδικασία που οδηγεί στο σχηματισμό υβριδίου.
[λόγ. < γαλλ. hybridisme < hybrid(e) = υβρίδ(ιον) -isme = -ισμός]
- υβρίζω [ivrízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) βρίζω.
[λόγ. < αρχ. ὑβρίζω `κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω΄ σημδ. του λαϊκού βρίζω]
- ύβρις η [ívris] Ο γεν. ύβρεως, πληθ. ύβρεις, γεν. ύβρεων : 1. (λόγ.) βρισιά: Aκατονόμαστες ύβρεις. 2. στην αρχαία γραμματεία, η υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου, αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια που πηγάζει από ένα υπερβολικό πάθος ή από τη συναίσθηση μιας υπερβολικής δύναμης· ύβρη.
[λόγ.: 2: αρχ. ὕβρις· 1: σημδ. του λαϊκού βρισιά]
- υβριστής ο [ivristís] Ο7 : 1. αυτός που βρίζει, που εκτοξεύει βρισιές εναντίον κάποιου: ~ του πρωθυπουργού. Δε θα απαντήσω στους υβριστές μου. 2. στην αρχαία γραμματεία, άνθρωπος περήφανος, αυθάδης και αλαζόνας, ο οποίος, νιώθοντας μεγάλη δύναμη μέσα του, ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
[λόγ.: 2: αρχ. ὑβριστής· 1: κατά τη σημ. της λ. ύβρις1]