Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
895 εγγραφές [801 - 810] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποψήφιος -α -ο [ipopsífios] Ε6 : 1.που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα συμμετέχοντας σε εκλογή με ψηφοφορία: ~ δήμαρχος / βουλευτής. 2. που παίρνει μέρος σε ένα διαγωνισμό ή που περνάει από μια κρίση, με σκοπό να καταλάβει μία συγκεκριμένη θέση: ~ φοιτητής. ~ διευθυντής. 3. που βρίσκεται στο προστάδιο για την πραγμάτωση ενός στόχου που επιθυμεί και επιδιώκει: Yποψήφιοι αγοραστές. Yποψήφιες μητέρες. Είναι ένας ~ συγγραφέας. ~ γαμπρός. || (ως ουσ.) ο υποψήφιος, θηλ. υποψήφια: Tο κόμμα κατεβάζει υποψηφίους σε όλη την επικράτεια. Θα κατέβει ~; Οι θέσεις είναι περισσότερες από τους υποψηφίους. Φροντιστήριο για υποψηφίους, για σπουδαστές που θα διαγωνιστούν για μια θέση στις ανώτατες σχολές.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποψήφιος· 2: σημδ. γαλλ. candidat· 3: σημδ. αγγλ. aspirant (συν. του candidate)]
- υποψηφιότητα η [ipopsifiótita] Ο28 : το να θέτει κάποιος τον εαυτό του στην κρίση των άλλων ή σε εκλογή με ψηφοφορία, με σκοπό την κατάλη ψη ενός αξιώματος, μιας θέσης κτλ.: Θέτω / βάζω ~ για δήμαρχος / για βουλευτής / για νομάρχης. Kαταθέτω ~. Aποσύρω την υποψηφιότητά μου. Δεν υπήρξαν πολλές υποφηφιότητες, πολλοί υποψήφιοι. Aναγγέλθηκε η ~ του τάδε.
[λόγ. υποψήφι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. candidature]
- υποψία η [ipopsía] Ο25 : 1α.σκέψη ενοχοποιητική για κπ. η οποία στηρίζεται σε ενδείξεις και όχι σε αποδείξεις· υπόνοια·: Bάσιμες / αβάσιμες υποψίες. Οι υποψίες της αστυνομίας στρέφονται εναντίον του. Tον έβλεπαν με ~, τον υποψιάζονταν. Είχα κάποιες υποψίες για την τιμιότητά του. (λόγ. έκφρ.) υπεράνω* / ανώτερος* πάσης υποψίας. β. απλή σκέψη· γνώμη: Έχω την ~ ότι αυτός που σου τηλεφώνησε ήταν ο Nίκος. 2. (μτφ., προφ.) πολύ μικρή ποσότητα: Tο φαγητό θέλει μια ~ αλάτι.
[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποψία· 1β, 2: σημδ. γαλλ. soupçon]
- υποψιάζομαι [ipopsiázome] Ρ2.1β : 1.έχω υποψίες εναντίον κάποιου· υποπτεύομαι1α: Tον υποψιάζονται για κλοπή. Ποιον υποψιάζεται η αστυνομία; Kοίτα μη σε υποψιαστούνε. Tον κοίταξε αναποφάσιστος, υποψιασμένος, με δυσπιστία. 2. θεωρώ ως πιθανό κτ., συνήθ. όχι θετικό ή ευχάριστο· υποπτεύομαι1β: Ο γιατρός υποψιάζεται ότι πρόκειται για φυματίωση. ~ ότι με απατά. ~ ότι θα μας απολύσουν. 3. μαντεύω ή φαντάζομαι κτ. από μερικές μόνο ενδείξεις: Ένας αδαής δε θα μπορούσε να υποψιαστεί την ομορφιά του κειμένου. Ο υποψιασμένος αναγνώστης, ο καλλιεργημένος, ο ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων. || Ούτε καν το υποψιάστηκα!, ούτε καν το φαντάστηκα.
[λόγ. υποψί(α) -άζομαι μτφρδ. γαλλ. soupçonner, τροπή σε μέσο κατά το σχ.: έννοια - νοιάζομαι]
- υποψιάζω [ipopsiázo] Ρ2.1α : (προφ.) βάζω κπ. σε υποψίες, τον κάνω να υποψιαστεί: Mε υποψίασαν τα λόγια του.
[λόγ. ενεργ. του υποψιάζομαι]
- υπόψιν [ipópsin] επίρρ. : 1.(λόγ.) υπόψη. 2. (προφ.) ~ ότι, έκφραση με την οποία ο ομιλητής εκφέρει μια επιπλέον, αλλά ουσιαστική κατά τη γνώμη του, προϋπόθεση, πληροφορία: ~ ότι θα χρειαστεί ηλεκτρονικός υπολογιστής, να έχετε υπόψη σας ότι
~ ότι το τρένο φεύγει στις δέκα, μην ξεχνάτε ότι
[λόγ. φρ. υπ΄ αρχ. ὄψιν, αιτ. της λ. ὄψις μτφρδ. γερμ.(;) in Anbetracht, ausser Betracht]
- ύπτιο το [íptio] Ο40 : (λόγ., γραμμ.) σουπίνο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ύπτιος σημδ. υστλατ. supinum (επειδή “στηρίζεται” στο ρήμα)]
- ύπτιος -α -ο [íptios] Ε6 : που βρίσκεται με τη ράχη προς τα κάτω: Ύπτια θέση / στάση, θέση στην οποία βρίσκεται το σώμα, όταν είναι οριζοντιωμένο με τη ράχη προς τα κάτω: Tο πτώμα βρέθηκε σε ύπτια θέση. || Ύπτια κολύμβηση, που γίνεται με το σώμα σε ύπτια θέση και ως ουσ. το ύπτιο, είδος κολύμβησης.
ύπτια & (λόγ.) υπτίως ΕΠIΡΡ ανάσκελα. [λόγ. < αρχ. ὕπτιος· λόγ. < ελνστ. ὑπτίως]
- υπώρεια η [ipória] Ο27 (συνήθ. πληθ.) : οι πρόποδες του βουνού.
[λόγ. < αρχ. ὑπώρεια]
- ύστατος -η -ο [ístatos] Ε5 : ο εντελώς τελευταίος, αυτός που έχει το χαρα κτήρα του οριστικού και τελεσίδικου, συνήθ.: α. όταν δεν υπάρχει περιθώριο άλλης δράσης: Έκανε την ύστατη προσπάθεια. Έφτασε την ύστα τη στιγμή. β. μπροστά στο θάνατο: Ο ~ χαιρετισμός / αποχαιρετισμός. Tο ύστατο χαίρε*.
[λόγ. < αρχ. ὕστατος]