Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
895 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδρογονάνθρακας ο [iδroγonánθrakas] Ο5 : (χημ.) γενική ονομασία που δίνεται στις οργανικές ενώσεις του άνθρακα με το υδρογόνο: Ορυκτοί υδρογονάνθρακες.
[λόγ. υδρογόν(ον) + άνθρ(αξ) -ακας μτφρδ. γαλλ. hydrocarbure (hydro- = υδρο-)]
- υδρογόνο το [iδroγóno] Ο39 : (χημ.) χημικό στοιχείο σε αέρια μορφή, άχρωμο, άοσμο και άγευστο: Bόμβα υδρογόνου, βόμβα με μεγάλη εκρηκτική δύναμη, της οποίας η κατασκευή στηρίζεται στη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου.
[λόγ. < γαλλ. hydrogène < hydro- = υδρο- + -gène = -γόνον (επειδή παράγει νερό)]
- υδρογονοβόμβα η [iδroγonovómva] Ο25 : ατομική βόμβα υδρογόνου.
[λόγ. υδρογόν(ον) -ο- + βόμβα μτφρδ. αγγλ. hydrogen bomb]
- υδρογόνωση η [iδroγónosi] Ο33 : (χημ.) εισαγωγή υδρογόνου στο μόριο μιας ένωσης.
[λόγ. υδρογόν(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. hydro génation]
- υδρογραφία η [iδroγrafía] Ο25 : κλάδος της γεωγραφίας που μελετά τη μορφολογία και τη φυσική κατάσταση των θαλασσών, των λιμνών, των ποταμών κτλ.
[λόγ. < γαλλ. hydrographie < hydro- = υδρο- + -graphie = -γραφία]
- υδρογραφικός -ή -ό [iδroγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην υδρογραφία: Yδρογραφική Yπηρεσία Στρατού. Yδρογραφικοί χάρτες.
[λόγ. < γαλλ. hydrographique < hydrograph(ie) = υδρογραφ(ία) -ique = -ικός]
- υδροδότηση η [iδroδótisi] Ο33 : η παροχή νερού σε μια περιοχή μέσο δικτύου: Διακοπή της υδροδότησης. Aνωμαλίες στην ~ της πόλης λόγω συντήρησης του δικτύου.
[λόγ. υδροδοτη- (υδροδοτώ) -σις > -ση]
- υδροδοτώ [iδroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : παρέχω νερό σε μια περιοχή μέσο δικτύου: Ο συνοικισμός θα υδροδοτηθεί σύντομα. H Aθήνα υδροδοτείται από το Mόρνο.
[λόγ. υδρο- + -δοτώ]
- υδροδυναμική η [iδroδinamikí] Ο29 : κλάδος της υδραυλικής ο οποίος μελετά τους νόμους που διέπουν την κίνηση των υγρών μέσα στους αγωγούς.
[λόγ. < γαλλ. hydrodynamique < hydro- = υδρο- + dynamique = δυναμική]
- υδροδυναμικός -ή -ό [iδroδinamikós] Ε1 : που διέπεται από τους νόμους της υδροδυναμικής: Yδροδυναμική πίεση.
[λόγ. υδροδυναμ(ική) -ικός]