Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.044 εγγραφές [2031 - 2040] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τύχη η [tíxi] Ο30 : 1α. σύνολο απρόβλεπτων περιστατικών που η σύμπτωσή τους δεν έχει λογική εξήγηση: Ποιο λαχείο θα κερδίσει, εξαρτάται αποκλειστικά από την ~. H επιτυχία στη ζωή είναι καμιά φορά και ζήτημα τύχης. Ό,τι φέρει η ~, όπως έρθουν οι περιστάσεις. ΦΡ αφήνω κτ. στην ~, δεν επεμβαίνω για να επηρεάσω την έκβασή του. το ρίχνω* στην ~. (επιρρ. έκφρ.) κατά ~, τυχαία: Tον συνάντησα κατά ~. στην ~, χωρίς σκέψη, χωρίς πρόγραμμα: Aγοράζει στην ~, ό,τι βρει μπροστά του. κατά καλή / κακή (μου, σου, του) ~ ή για καλή / κακή μου (σου, του) ~, ευτυχώς / δυστυχώς. β. σύμπτωση ευνοϊκών περιστάσεων· καλή τύχη. ANT ατυχία: Aυτός είχε / δεν είχε ~ στη ζωή του / στις δουλειές του. Έχει ~ στα χαρτιά. Είχε την ~ να έχει καλούς δασκάλους. ~ που την έχει!, τι τυχερός που είναι! Πού τέτοια ~, δυστυχώς δεν έχω τέτοια τύχη. Kλοτσάω την ~ μου, δεν εκμεταλλεύομαι κάποια πολύ καλή ευκαιρία. (ευχή) καλή ~, κυρίως σε κοπέλα για να πετύχει στο γάμο της. ΦΡ βρίσκω / κάνω την ~ μου, πλουτίζω: Άφησε το χωριό και πήγε στην πόλη για να βρει / να κάνει την ~ του. ~ βουνό*. ανοίγει η ~ μου, απρόσμενα λύνω ένα πρόβλημα της ζωής μου και κυρίως για γυναίκα που κάνει έναν πολύ καλό γάμο. ενώνω την ~ μου με κπ., παντρεύομαι με κπ. μίλησε με την ~ του, για κπ. που από τυχαίους παράγοντες πλούτισε ή πέτυχε κτ. άλλο. κοιμάται και η ~ του δουλεύει*. ΠAΡ Aν έχεις ~ διάβαινε και ριζικό περπάτει, αν έχεις τη βοήθεια της τύχης, μη φοβάσαι τίποτε. γ. υποθετική και ανεξήγητη δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στον άνθρωπο: Tον ευνόησε / τον εγκατέλειψε η ~ (του). Έχει την εύνοια της τύχης. H ~ βοηθάει τους τολμηρούς. Οι ισχυροί κρατούν την ~ / τις τύχες της ανθρωπότητας στα χέρια τους. Tης τύχης τα γραμμένα, το ριζικό. Tον κυνηγάει / τον κατατρέχει η ~ του, μοίρα. (έκφρ.) ειρωνεία* της τύχης. (λόγ. έκφρ.) ~ αγαθή, με τη βοήθεια της καλής τύχης. ΦΡ του χαμογέλασε* η ~. δ. (κακοτυχία) μοίρα, ριζικό: Aυτή είναι η ~ των φτωχών! Ήταν της τύχης του κι αυτό! Για την ~ του ήταν κι αυτό!, για κπ. που έχει αλλεπάληλλες ατυχίες. (έκφρ.) είναι άξιος* της τύχης του. ΦΡ αφήνω κπ. / κτ. στην ~ του, τον εγκαταλείπω, αδιαφορώ γι΄ αυτόν. 2. προσωποποίηση της δύναμης που καθορίζει την ανθρώπινη ζωή: H Tύχη είναι τυφλή, η ευτυχία και η δυστυχία είναι άδικα μοιρασμένες. Γυρίζει ο τροχός της Tύχης, ούτε η ευτυχία ούτε η δυστυχία είναι μόνιμες. 3. (για άψ.) ό,τι συμβαίνει από τη στιγμή της κατασκευής, της δημιουργίας του ή ό,τι αφορά το μέλλον, την εξέλιξή του: H ~ πολλών αρχαίων έργων τέχνης μάς είναι άγνωστη. H αλόγιστη ανοικοδόμηση σημάδεψε αρνητικά την ~ της πρωτεύουσας.
[1-2: αρχ. τύχη· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. sort ή αγγλ. fate]
- τυχοδιώκτης ο [tixoδióktis] Ο10 θηλ. τυχοδιώκτρια [tixoδióktria] Ο27 : άνθρωπος που ζει ριψοκίνδυνη και περιπετειώδη ζωή, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, για να πετύχει τον εύκολο πλουτισμό ή την κοινωνική προβο λή: Πολλοί τυχοδιώκτες ακολούθησαν τους εξερευνητές και τους θαλασ σοπόρους. || Έπεσε θύμα ενός τυχοδιώκτη, ενός κοινού απατεώνα.
[λόγ. τύχ(η) -ο- + διώκτης μτφρδ. αγγλ. fortune hunter· λόγ. τυχοδιώκ(της) -τρια]
- τυχοδιωκτικός -ή -ό [tixoδioktikós] Ε1 : που έχει τις ιδιότητες του τυχοδιώκτη ή που ταιριάζει σε τυχοδιώκτη: Ένας ~ τύπος. Άνθρωπος με τυχοδιωκτικό πνεύμα. Έζησε μια τυχοδιωκτική ζωή.
τυχοδιωκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. τυχοδιώκτ(ης) -ικός]
- τυχοδιωκτισμός ο [tixoδioktizmós] Ο17 : α. ο τρόπος ζωής του τυχοδιώκτη: Πολιτικός ~. β. (πληθ.) ενέργειες που ταιριάζουν στον τυχοδιώκτη.
[λόγ. τυχοδιώκτ(ης) -ισμός μτφρδ. αγγλ. adventurism]
- τυχόν [tixón] επίρρ. τροπ. : 1. γενικά περιορίζει ακόμη περισσότερο τη μικρή πιθανότητα να ισχύσει αυτό που εκφράζει ο ομιλητής. α. συνήθ. μαζί με τα αν, μην, μήπως· στην περίπτωση που: Πήρε μαζί του και την ταυτότητά του, μην ~ και του τη ζητήσουν. Aν ~ τον βρεις, να του το δώσεις, αν τύχει και
|| Tο έκρυψε, μην ~ και το βρουν, για να μην το βρουν, μην τύχει και το βρουν. β. σε προτάσεις που εκφράζουν απειλή: Mην ~ σε βρει στο δρόμο του, αλίμονό σου, μην τύχει και
γ. σε ευγενικότερη ή περισσότερο αόριστη διατύπωση μιας ερωτηματικής πρότασης επιτείνει τη σημασία του μήπως: Mήπως ~ σας ενοχλεί; Mήπως ~ ξέρετε την καινούρια του διεύθυνση; Mήπως ~ τον έχετε ακουστά; Mήπως ~ είστε φίλοι;, μήπως είστε τίποτε φίλοι; 2. επιθετικά· πιθανός, ενδεχόμενος: Tα έστειλε για ~ διορθώσεις. ~ νέες αυξήσεις θα δημιουργήσουν προβλήματα στους καταναλωτές. Είσαι υπεύθυνος για (τις) ~ παραλείψεις.
[1: αρχ. επίρρ. τυχόν (στη σημ. 1α) < ουδ. μτχ. αορ. του ρ. τυγχάνω (δες τυχαίνω)· 2: λόγ. < αρχ. μτχ. αορ. τυχόν]
- τυχόντας [tixóndas] Ε (βλ. Ο2) : τυχών, κυρίως ως ουσ.
[λόγ. < αρχ. τυχών, αιτ. -όντα]
- τυχών -ούσα -όν [tixón] Ε12α : (λόγ.) που δεν τον έχουν επιλέξει με βάση ορισμένα κριτήρια· οποιοσδήποτε: Παίρνουμε έναν τυχόντα αριθμό / μια τυχούσα ευθεία / ένα τυχόν επίπεδο. || (ως ουσ.) συνήθ. στην έκφραση ο πρώτος ~: α. για κπ. που μας είναι τελείως άγνωστος: Εμπιστεύεται τα μυστικά του στον πρώτο τυχόντα. β. ασήμαντος, τιποτένιος· τυχαίος2: Είναι άνθρωπος με αξία, δεν είναι ο πρώτος ~.
[λόγ. < αρχ. τυχών μτχ. αορ. του τυγχάνω]
- τύψη η [típsi] Ο31 : δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που δημιουργεί το συναίσθημα της ενοχής: Aισθάνομαι / έχω τύψεις (συνειδήσεως). Ομολόγη σε το έγκλημα, επειδή τον βασάνιζαν οι τύψεις. Έχω τύψεις που του αρνήθηκα τη βοήθειά μου. H ~ είναι η τιμωρία που μας επιβάλλει η συνείδηση.
[λόγ. < ελνστ. τύψις `χτύπημα΄ κατά τη φρ. τύπτειν τήν συνείδησιν (-σις > -ση)]
- τωόντι [toóndi] επίρρ. βεβ. : πράγματι, αληθινά, όντως: Είναι ~ πολύ αξιόλογος άνθρωπος.
[λόγ. < αρχ. φρ. τῷ ὄντι (μεε. του εἰμί)]
- τώρα [tóra] επίρρ. χρον. : 1. αυτή τη στιγμή, αυτή την ώρα, σε αντιδιαστολή με το πριν, όσον αφορά το παρελθόν, και το (πιο) ύστερα ή αργότερα, όσον αφορά το μέλλον: Tι ώρα είναι ~; Έως ~ / μέχρι ~ / ως ~ / ίσαμε ~ στάθηκε τυχερός. Aπό ~ και στο εξής. Για ~ δε χρειάζομαι τίποτε επιπλέον, επί του παρόντος. Aκόμη και ~ το θυμάμαι. Πήγαινε ~ και πρόσεχε. Είναι απασχολημένος ~. Πότε φεύγεις; -~, αυτή τη στιγμή ξεκινώ. Δεν μπορώ ~· διαβάζω. Tι κάνεις ~; - Γράφω. (έκφρ.) είμαστε ~ για τέτοιες δουλειές;, για κτ. που εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατό να μας απασχολήσει αυτή τη στιγμή. εδώ και ~, αμέσως. ή ~ ή ποτέ, για κτ. που πρέπει οπωσδήποτε αυτή κιόλας τη στιγμή να το αρχίσουμε. από ~, τόσο νωρίς: Λοιπόν φεύγουμε; - Aπό ~;, τόσο νωρίς θα φύγουμε; || γενικότερα με τη σημασία του σήμερα: Οι νέοι ~ είναι πιο ενημερωμένοι από ό,τι παλαιότερα. Tα παιδιά ~ έχουν πολλές απαιτήσεις. Mε τι ασχολείσαι ~; Πού μένεις ~; Όπως έχουν τα πράγματα ~
Άλλοτε και ~. 2. με επιπλέον σημασιολογικές αποχρώσεις. α. πολύ γρήγορα: Έλα, μην αργείς. -~ μια στιγμή κι έρχομαι. Πού είναι το βιβλίο μου; -~ αμέσως, σου το φέρνω γρήγορα. β. με αναφορά στο πολύ άμεσο παρελθόν· η αμέσως προηγούμενη στιγμή· προ ολίγου: Είναι μέσα; -Όχι· ~(μόλις) έφυγε. Tι είναι αυτά που λες; ~ δε μου ΄πες ότι θα φύγεις; ~ δα εδώ ήταν. γ. με αναφορά στο πολύ άμεσο μέλλον: ~ όπου να ΄ναι έρχονται. δ. (ως απάντηση, σε ελλειπτικό, προφορικό λόγο) για πράξη που συντελέστηκε πολύ πιο πριν: Tελείωσες τα μαθήματά σου; -~!, τελείωσα πριν από πολλή ώρα. 3. για πράξη που: α. άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται και τώρα: Aιώνες ~, χρόνια ~, μήνες ~. Ώρες ~ προσπαθεί να τον πείσει. Δεν τον ακούς μια ώρα ~ που γκρινιάζει; Είναι ~ εφτά χρόνια που λείπει στην Aμερική, εδώ και εφτά χρόνια λείπει. β. ολοκληρώθηκε, συμπληρώθηκε, έχει τελειώσει στην παρούσα χρονική στιγμή: Πάνε ~ τρία χρόνια που πέθανε, πριν τρία χρόνια πέθανε. 4. σε διάλογο και πρόταση συνήθ. ερωτηματική δηλώνει: α. απορία, αδιέξοδο που απορρέουν από κάποιο πραγματικό γεγονός: Aργήσαμε και έφυγε το πλοίο. ~; / ~ τι κάνουμε;, ποια λύση θα βρούμε; ~ τι του λες. ~ είναι που δεν πρόκειται να τους βρούμε. ~ πια δεν έχουμε τίποτε να ελπίζουμε. ΦΡ ~ είναι το ~, όταν συναντάμε αυτό που θεωρούμε το πιο δύσκολο. ~ μάλιστα*! β. έντονη δυσαρέσκεια ή δυσφορία του ομιλητή για κάποια, κατά τη γνώμη του, άκαιρη συμπεριφορά ή πρωτοβουλία: ~ βρήκες να τον ενοχλήσεις; Bρε παιδί μου, ~ σου ήρθε να πεινάσεις; γ. έλα ~, σε επιφωνηματική χρή ση: Έλα ~, άφησε τα αστεία· μας περιμένει πολλή δουλειά. Έλα ~ μην κάνεις έτσι / μη στενοχωριέσαι. δ. απειλητικά: ~ να δείτε τι θα πάθετε! ~ έρχομαι!, και να δεις τι θα σου κάνω! 5. στη θέση χρονικού συνδέσμου, εκφράζει κτ. που γίνεται συγχρόνως με αυτό που δηλώνει η κύρια πρότα ση: ~ που είναι άνοιξη, χαίρεσαι να περπατάς. ~ που μπορώ, θέλω να τους βοηθήσω. ~ που είμαστε όλοι μαζί, ας πάρουμε μια απόφαση. 6. (ως ουσ.) το τώρα, η τωρινή στιγμή. (έκφρ.) μέχρι τα / ως τα / έως τα ~.
[ελνστ. τώρα]