Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ
2.044 εγγραφές [11 - 20]
τάβανος ο [távanos] Ο20 : (λόγ.) νταβάνι 1.

[μσν. τάβανος < ταβάν(ι) μεγεθ. -ος (δες στο νταβάνι 1)]

ταβανόσκουπα η [tavanóskupa] & νταβανόσκουπα η [davanóskupa] Ο27α : 1. σκούπα με πολύ μακρύ συνήθ. ξύλινο κοντάρι, που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του ταβανιού και του επάνω μέρους των τοίχων. 2. (μτφ.) άνθρωπος, συνήθ. γυναίκα πολύ ψηλή και αδύνατη· τηλεγραφόξυλο.

[ταβάν(ι), νταβάν(ι) 2 -ο- + σκούπα]

ταβάνωμα το [tavánoma] & νταβάνωμα το [davánoma] Ο49 : η ενέργεια του ταβανώνω.

[ταβανώ(νω), νταβανώ(νω) -μα]

ταβανώνω [tavanóno] -ομαι & νταβανώνω [davanóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω εσωτερικά τη στέγη ενός χώρου με ξύλινο κυρίως ταβάνι.

[ταβάν(ι), νταβάν(ι) 2 -ώνω]

ταβέρνα η [tavérna] Ο25 : α. κέντρο διασκεδάσεως, με ελληνική μουσική, που προσφέρει φαγητά και ποτά και λειτουργεί συνήθ. μόνο το βρά δυ. || Kοσμική ~. β. λαϊκό εστιατόριο όπου πουλούν και κρασί χύμα, παλαιότερα δικής τους παραγωγής· οινομαγειρείο: Kάθε βράδυ πίνει το κρασί του στη λαϊκή ~ του λιμανιού. ταβερνάκι το YΠΟKΟΡ. ταβερνούλα η YΠΟKΟΡ. ταβερνίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. ταβέρνα < λατ. taberna· ταβέρν(α) -ούλα, -ίτσα]

ταβερνείο το [tavernío] Ο39 : (μειωτ.) ταβέρναβ.

[λόγ. ταβέρν(α) -είον]

ταβερνιάρης ο [tavernáris] Ο11 θηλ. ταβερνιάρισσα [tavernárisa] Ο27α : ιδιοκτήτης και συχνά και σερβιτόρος ταβέρνας.

[μσν. ταβερν(άρης) -ιάρης < ταβερνάριος με αποφυγή της χασμ. < λατ. tabernari(us) -ος· ταβερνιά ρ(ης) -ισσα]

ταβερνόβιος -α -ο [tavernóvios] Ε6 : (μειωτ.) για κπ. που συχνάζει σε ταβέρνες. || (ως ουσ.) ο ταβερνόβιος.

[λόγ. ταβέρν(α) -ο- + -βιος]

τάβλα η [távla] Ο25 : 1α. μακρόστενο κομμάτι ξύλου που έχει πάχος μερικών εκατοστών, χοντρή σανίδα: Kάρφωσε τάβλες για να κλείσει τα χαλασμένα παράθυρα. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι σκνίπα / τάπα / στουπί (στο μεθύσι). β. (ως επίρρ.): Έπεσε κάτω ~, ξαπλώθηκε φαρδύς, πλατύς. 2. (παρωχ.) τραπέζι φαγητού: Tραγούδια της τάβλας, δημοτικά τραγούδια που τα τραγουδούσαν την ώρα του φαγητού.

[ελνστ. τάβλα (μαρτυρείται στη σημ.: `τραπέζι για ζάρια΄, η σημερ. σημ. μσν.) < υστλατ. *tabla (πρβ. γαλλ. table `τραπέζι΄) < λατ. tabula (στη σημ. 1)]

ταβλαδόρος ο [tavlaδóros] Ο18 : αυτός που παίζει τάβλι, ιδίως ο πολύ ικανός ή ο επαγγελματίας παίχτης.

[τάβλ(ι) -αδόρος]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...205   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες