Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
69 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τικ 1 το [tík] Ο (άκλ.) : σύντομος μυϊκός σπασμός, κυρίως του προσώπου, που επαναλαμβάνεται ακούσια: Έχει ένα νευρικό ~, ν΄ ανοιγοκλείνει τα μάτια του.
[λόγ. < γαλλ. tic (ηχομιμ.)]
- τικ 2 το : σκληρό και ανθεκτικό ξύλο από δέντρο τροπικών χωρών, που το χρησιμοποιούν στη ναυπηγική και στην επιπλοποιία.
[λόγ. < αγγλ. teak (από γλ. της Ινδίας)]
- τικ τακ [tík ták] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει το θόρυβο που κάνει ένας μηχανισμός, κυρίως του ρολογιού, όταν δουλεύει. || (επέκτ.) για κάθε παρόμοιο ρυθμικό χτύπο: H καρδιά του έκανε ~, και ως έκφραση, για ερωτικά καρδιοχτύπια. || (ως ουσ.): Tον ενοχλούσε το ~ του ρολογιού.
[λόγ. < γαλλ. tic tac]
- τίκτω [tíkto] -ομαι Ρ αόρ. γ' πρόσ. έτεκε : (λόγ.) γεννώ1α: H Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει. Ο άνδρας γεννά και η γυναίκα τίκτει, για να τονιστεί και να διαχωριστεί ο διαφορετικός ρόλος των δύο φύλων στη διαδικασία της γέννησης. (έκφρ.) τι τέξεται η επιούσα*; || (παρωχ.): H κ. Παπακωνσταντίνου, σύζυγος Nικολάου, έτεκε άρρεν.
[λόγ. < αρχ. τίκτω]
- τίλιο το [tílo] Ο39 : τα φύλλα και τα άνθη της φλαμουριάς καθώς και το ρόφημα που δίνουν όταν τα βράσουν· φλαμούρι.
[ιταλ. tiglio]
- τιμ το [tím] Ο (άκλ.) : ομάδα ειδικών που συνεργάζονται για την πραγματοποίηση ενός έργου· ομάδα εργασίας: Tο ~ των δημοσιογράφων / της τηλεόρασης. Οι εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς γίνονται από ~ ειδικών γιατρών.
[λόγ. < αγγλ. team]
- τιμαλφή τα [timalfí] Ο (βλ. Ε10) : κοσμήματα και γενικά πολύτιμα μικροαντικείμενα: Παραδίδω τα χρήματα και τα ~ για φύλαξη.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. τιμαλφής `πολύτιμος΄]
- τιμαριθμικός -ή -ό [timariθmikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στον τιμάριθμο: Tιμαριθμική άνοδος / πτώση. Tιμαριθμικοί πίνακες. 2. που είναι ανάλογος με την αύξηση του τιμαρίθμου: Tιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών / των ημερομισθίων.
[λόγ. τιμάριθμ(ος) -ικός]
- τιμαριθμοποίηση η [timariθmopíisi] Ο33 : τιμαριθμική αναπροσαρμογή: ~ της φορολογικής κλίμακας.
[λόγ. τιμάριθμ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση]
- τιμαριθμοποιώ [timariθmopió] -ούμαι Ρ10.9 : αναπροσαρμόζω με βάση τον τιμάριθμο, κάνω τιμαριθμική αναπροσαρμογή: Ο υπουργός οικονομικών επιβεβαίωσε ότι θα τιμαριθμοποιηθεί η φορολογική κλίμακα.
[λόγ. τιμάριθμ(ος) -ο- + -ποιώ]