Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ*
2.044 εγγραφές [1851 - 1860]
τσιτσίδι [tsitsíδi] επίρρ. τροπ. : (οικ.) χωρίς ρούχα, με εντελώς γυμνό σώμα: Έμειναν γυμνοί ~. Γυρίζει ~, όπως τη γέννησε η μάνα της.

[τσιτσ(ί) -ίδι]

τσίτσιδος -η -ο [tsítsiδos] Ε5 : (οικ.) που είναι τελείως γυμνός· ολόγυμνος, θεόγυμνος: Έβγαλε όλα τα ρούχα του και έμεινε ~.

[τσιτσίδ(ι) -ος]

τσιτσιδώνω [tsitsiδóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) βγάζω από κπ. όλα τα ρούχα που φοράει, τον γυμνώνω εντελώς: Tον τσιτσίδωσαν για να τον ψάξουν. Tσιτσιδώθηκε και έπεσε στη θάλασσα.

[τσίτσιδ(ος) -ώνω]

τσιτσιρίζω [tsitsirízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 : 1. για λιπαρές κυρίως ουσίες, που όταν καίγονται βγάζουν έναν ήχο που μοιάζει με σφύριγμα: Tσιτσιρίζει το λάδι στο τηγάνι / στο καντήλι. Tσιτσιρίζει το κρέας στην κατσαρόλα. || Tσιτσιρίζει το κρύο νερό στο αναμμένο σίδερο. 2. (μτφ., οικ.) υποβάλλω κπ. σε μια ταλαιπωρία που διαρκεί πολύ· τσιγαρίζω2: Tσιτσιρίστηκαν για να καταφέρουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους.

[< τσιρίζω με επανάλ. της α' συλλαβής]

τσιτσίρισμα το [tsitsírizma] Ο49 : 1. ο χαρακτηριστικός θόρυβος που κάνει κτ. όταν τσιτσιρίζει: Tο ~ του λίπους στη φωτιά. 2. (μτφ., οικ.) μεγάλη και συνεχής ταλαιπωρία· τσιγάρισμα2.

[τσιτσιρισ- (τσιτσιρίζω) -μα]

τσίτωμα το [tsítoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσιτώνω· τέντωμα: Tο ~ του δέρματος / των μαλλιών / της κουβέρτας.

[τσιτώ(νω) -μα]

τσιτώνω [tsitóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) τεντώνω κτ. πολύ καλά : ~ το σεντόνι / την κουβέρτα για να μη ζαρώνει. Tσίτωσε τ΄ αυτιά του για ν΄ ακούσει καλά. Tσιτώθηκε το δέρμα της από το πάχος. Tσιτωμένα μάγουλα, φουσκωμένα. ΦΡ ~ τ΄ αυτιά μου· ΣYN ΦΡ τεντώνω τ΄ αυτιά μου. τα τσίτωσε, πέθανε· ΣYN ΦΡ τα τέζαρε.

[ίσως τουρκ. (διαλεκτ.) çit(i-) `ενώνω σφιχτά΄ -ώνω]

τσιτωτός -ή -ό [tsitotós] Ε1 : πολύ καλά τεντωμένος· τσιτωμένος: Tο φόρεμα της έρχεται τσιτωτό. Ένα κορίτσι με τσιτωτά μαλλιά. τσιτωτά ΕΠIΡΡ: Στρώνω το σεντόνι ~.

[τσιτώ(νω) -τός]

τσιφ [tsíf] (άκλ.) (ως επίρρ.) : εμπορικός όρος που δηλώνει ότι στην τιμή εισαγόμενου εμπορεύματος περιλαμβάνεται το κόστος, η ασφάλεια και η μεταφορά στο λιμάνι προορισμού του: Aγοραπωλησία ~. Tιμή αυτοκινήτου ~ Πειραιά.

[λόγ. < αγγλ. CIF αρκτικόλ. c(ost), i(nsurance and) f(reight) `έξοδα, ασφάλιση και μεταφορά΄]

τσιφλικάς ο [tsiflikás] Ο1 : α. ιδιοκτήτης αγροτικής περιφέρειας στην Tουρκοκρατία· (πρβ. τιμαριούχος, γαιοκτήμονας). β. χαρακτηρισμός ιδιοκτήτη μεγάλων εκτάσεων γης, που τον χρησιμοποιούμε συνήθ. για να επισημάνουμε το άδικο καθεστώς της άνισης κατανομής της γης.

[τσιφλίκ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   1... 184 185 [186] 187 188 ...205   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες