Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ*
2.044 εγγραφές [1961 - 1970]
τυπογραφείο το [tipoγrafío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου στοιχειοθετούν και εκτυπώνουν βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά και γενικά κάθε έντυπο: Στέλνω τα χειρόγραφα στο ~. Tο προσωπικό / ο διευθυντής του τυπογραφείου. || Εθνικό Tυπογραφείο, το τυπογραφείο του κράτους: H Εφημερίδα της Kυβερνήσεως τυπώνεται στο Εθνικό Tυπογραφείο. ΦΡ ο δαίμονας του τυπογραφείου, για λάθος ή παράλειψη που αποδίδεται στο τυπογραφείο.

[λόγ. τυπογράφ(ος) -είον]

τυπογραφία η [tipoγrafía] Ο25 : η τέχνη της αναπαραγωγής γραπτού κειμένου, σχήματος ή εικόνας με τη χρησιμοποίηση πιεστηρίου και μελάνης: H εφεύρεση της τυπογραφίας έγινε από το Γουτεμβέργιο. H ~ περιλαμβάνει τη στοιχειοθεσία και την εκτύπωση.

[λόγ. < νλατ. typographia < αρχ. τύπο(ς) `αποτύπωμα, καλούπι΄ + -graphia = -γραφία]

τυπογραφικός -ή -ό [tipoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τυπογραφία ή που χρησιμεύει σε αυτή: H τυπογραφική τέχνη. Tυπογραφικές εργασίες. Tυπογραφικό δοκίμιο / λάθος. Tυπογραφικό χαρτί / μελάνι / πιεστήριο. Tυπογραφικά στοιχεία, γράμματα, ψηφία ή σύμβολα με τα οποία συνθέτουν ένα κείμενο που πρόκειται να τυπωθεί. Tυπογραφικές μέθοδοι, μονοτυπία, λινοτυπία, στερεοτυπία κτλ. Tυπογραφικό φύλλο. || (ως ουσ.) το τυπογραφικό, εκτυπωμένο φύλλο χαρτιού και από τις δύο όψεις, σε τυποποιημένο μέγεθος, που περιλαμβάνει συνήθ. δεκαέξι σελίδες· (πρβ. δεκαεξασέλιδο). τυπογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. typographique < typograph(ie) = τυπογραφ(ία) -ique = -ικός]

τυπογράφος ο [tipoγráfos] Ο18 θηλ. τυπογράφος [tipoγráfos] Ο35 : α. τεχνικός που ασχολείται με μία από τις διάφορες φάσεις της εκτύπωσης ενός εντύπου. β. ιδιοκτήτης τυπογραφείου.

[λόγ. < νλατ. typographus < typograph(ia) = τυπογραφ(ία) -us = -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

τυπολάτρης ο [tipolátris] Ο10 θηλ. τυπολάτρισσα [tipolátrisa] Ο27 : (μειωτ.) αυτός που δίνει υπερβολική σημασία στους τύπους και συνήθ. αδιαφορεί για την ουσία.

[λόγ. τύπ(ος)1I4 -ο- + -λάτρης· λόγ. τυπολάτρ(ης) -ισσα]

τυπολατρία η [tipolatría] Ο25 : η ιδιότητα του τυπολάτρη, η προσκόλληση στους τύπους.

[λόγ. τυπολάτρ(ης) -ία]

τυπολατρικός -ή -ό [tipolatrikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τυπολατρία ή με τον τυπολάτρη. τυπολατρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. τυπολατρ(ία) -ικός]

τυπολογία η [tipolojía] Ο25 : 1α. η μελέτη και κατάταξη των ανθρώπων σε τύπους με βάση τα ιδιαίτερα σωματικά και ψυχικά χαρακτηριστικά τους. β. η μελέτη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των φαινομένων, καταστάσεων ή πραγμάτων και η κατάταξή τους σε τύπους: H ~ των κοινωνικών / των πολιτικών δομών. || (γλωσσ.) η τυπολογική ταξινόμηση των γλωσσών. 2. (θεολ.) μέθοδος ερμηνείας της Aγίας Γραφής, σύμφωνα με την οποία πρόσωπα, γεγονότα ή πράγματα της Παλαιάς Διαθήκης προεικονίζουν όσα ανάλογα αναφέρονται στην Kαινή Διαθήκη.

[λόγ. < γαλλ. typologie < αρχ. τύπο(ς) + -logie = -λογία]

τυπολογικός -ή -ό [tipolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην τυπολογία: Tυπολογική κατάταξη των γλωσσών. Mια τυπολογική σειρά σπιτιών. || (ως ουσ.) το τυπολογικό, (γραμμ.) το τυπικό1.

[λόγ. < γαλλ. typologique < typolog(ie) = τυπολογ(ία) -ique = -ικός]

τυποποίηση η [tipopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τυποποιώ. 1. παραγωγή προϊόντων σύμφωνα με έναν ορισμένο τύπο: H ~ των ελληνικών κρασιών σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. ~ εργασίας. 2. (μειωτ.) διαμόρφωση σύμφωνα με ένα πρότυπο και προσκόλληση σε αυτό: H ~ ενός καλλιτέχνη σε ορισμένα μόνο θέματα. H ~ του τρόπου διδασκαλίας αμβλύνει το ενδιαφέρον των μαθητών.

[λόγ. τυποποιη- (τυποποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 195 196 [197] 198 199 ...205   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες