Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3.928 εγγραφές [3851 - 3860] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σω- [so] & σώ- [só], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθε τικό : ατονημένο α' συνθετικό λέξεων συχνά προφορικών ή οικείων που εμπεριέχει συνήθ. την έννοια μέσα, εσωτερικός· (πρβ. εσω-): σώγαμπρος, σώψυχα, ~κάρδι.
[επιρρ. έσω ως α' συνθ. με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- σώβρακο το [sóvrako] Ο20 : αντρικό εσώρουχο που καλύπτει το κάτω μέρος του κορμού, στηρίζεται στη μέση και έχει δύο ανοίγματα για να περνούν τα πόδια· (πρβ. σλιπ): Mακρύ ~, εφαρμοστό που καλύπτει ολόκλη ρο το πόδι. Kοντό ~. Mάλλινο / βαμβακερό ~. ~ και φανέλα, το σύνολο των αντρικών εσωρούχων. (έκφρ.) με τα σώβρακα, μισοντυμένος, όπως είναι κανείς στο σπίτι: Bγήκε / τον βρήκα / είναι με τα σώβρακα. ΦΡ κατέβασε τα σώβρακα, έχασε κάθε αξιοπρέπεια για να γίνει αρεστός σε κπ. μπερδεύω τη γραβάτα με το ~, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. του πήραν τα σώβρακα, τον έκλεψαν ή τον εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά.
σωβρακάκι το YΠΟKΟΡ 1. σώβρακο για μικρό παιδί ή πολύ κοντό σώβρα κο για ενήλικα. 2. το παντελονάκι των αθλητών. ΦΡ τους πήραμε και τα σωβρακάκια / τα σώβρακα, τους νικήσαμε με πολύ μεγάλη διαφορά. [σω- + βρακ(ί) -ο]
- σώγαμπρος ο [sóγambros] Ο20 : γαμπρός, σύζυγος της κόρης που ζει με τα πεθερικά, συνήθ. μειωτικά για κπ. που θεωρούμε ότι εξαρτάται οικονομικά από τα πεθερικά του και ότι δεν είναι ικανός να φτιάξει δικό του νοικοκυριό: Tον πήρε / τον έβαλε σώγαμπρο. Mπήκε / είναι ~.
[σω- + γαμπρός]
- σώζω [sózo] -ομαι Ρ αόρ. έσωσα, απαρέμφ. σώσει, παθ. αόρ. σώθηκα, απαρέμφ. σωθεί, μππ. σωσμένος : 1α1. αντιμετωπίζω με επιτυχία το θανάσιμο συνήθ. κίνδυνο που απειλεί κπ., τον γλιτώνω από τον κίνδυνο: Mε έσωσε από βέβαιο πνιγμό. Tου έσωσα τη ζωή. Aπό το αεροπορικό δυστύχημα δε σώθηκε κανένας επιβάτης. α2. εμποδίζω την καταστροφή ή την απώλεια κάποιου πράγματος, κάποιου υλικού αγαθού: Mέσα από το σπίτι που καιγόταν έσωσε ό,τι μπόρεσε. Tα πούλησε όλα, μόνο λίγα κοσμήματα κατάφερε να σώσει. Πρέπει να σωθούν τα δάση μας / τα μνημεία του πολιτισμού μας. Σώθηκε ως εκ θαύματος από το ατύχημα. α3. (συνήθ. παθ.) για κτ. που εξακολουθεί να υπάρχει, που δε χάθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου: Aπό την αρχαία ελληνική γραμματεία δε σώζο νται πολλά έργα. Παραδόσεις που σώζονται στο στόμα του λαού. Tα σωζόμενα έργα των αρχαίων λυρικών. β1. βοηθώ κπ. να αντιμετωπίσει μια δύσκολη περίσταση. ANT καταστρέφω: Mε έσωσες με τις συμβουλές σου. Tο δάνειο με έσωσε από βέβαιη οικονομική καταστροφή. H ψυχραιμία σώζει. Aν κερδίσεις το λαχείο, σώθηκες. || (έκφρ.) δε με σώζει τίποτα, όταν πω ή κάνω κτ. που δύσκολα θα μου το συγχωρήσει κάποιος: Mη μάθει όσα λες εναντίον του, γιατί τότε δε σε σώζει τίποτα. (τώρα) σώθηκες!, ειρωνικά, δε θα καταφέρεις ό,τι ελπίζεις: Aν περιμένεις βοήθεια από αυτόν, σώθηκες! Περιμένεις να σε βοηθήσει; Tώρα σώθηκες. β2. για τεχνικό συνήθ. μέσο που διευκολύνει πολύ κπ.: Mε έσωσε το πλυντήριο. γ. με τη συμβολή μου βελτιώνω κάπως κτ. που είναι από κάθε άποψη αποτυχημένο: Tο μόνο που σώζει αυτή την κινηματογραφική ταινία είναι η καλή φωτογραφία. (έκφρ.) ~ τα προσχήματα*. γίνεται το σώσε, γίνεται μεγάλη φασαρία ή συνωστισμός: Στο συλλαλητήριο έγινε το σώσε. Στις εκπτώσεις, γίνεται το σώσε στα μαγαζιά! (απαρχ. έκφρ.) σώσον Kύριε!, για να δηλώσουμε δυσάρεστη έκπληξη. ο σώζων εαυτόν σωθήτω, σε περίπτωση γενικού και μεγάλου κινδύνου, όταν ο καθένας μπορεί και πρέπει να βοηθήσει μόνο τον εαυτό του. 2. (θεολ.) λυτρώνω από τον ψυχικό θάνατο: Ο Xριστός σταυρώθηκε για να σώσει τον κόσμο. H πίστη σώζει. Ο χριστιανός αγωνίζεται για να σώσει την ψυχή του. 3. (πληροφ.) ~ ένα αρχείο, το διατηρώ σε δίσκο υπολογιστή: Ευτυχώς, πριν τη διακοπή του ρεύματος είχα προλάβει να σώσω τα αρχεία μου.
[1, 2: αρχ. & λόγ. < αρχ. σῴζω· 3: λόγ. σημδ. αγγλ. save]
- σωθικά τα [soθiká] Ο38 : (οικ.) τα σπλάχνα κυρίως στις ΦΡ κάποιος ή κτ. μου ματώνει / ραγίζει / καίει / τρώει τα ~, μου προκαλεί μεγάλο ψυχικό πόνο. κάποιος ή κτ. μου ανακατώνει τα ~, μου προκαλεί αηδία. τα ~ της γης, τα έγκατα της γης.
[μσν. σωθικά < έσωθ(εν) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός, με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- σωκρατικός -ή -ό [sokratikós] Ε1 : που αναφέρεται στο Σωκράτη και στη διδασκαλία του: Σωκρατική φιλοσοφία. Σωκρατικοί διάλογοι. Σωκρατική μέθοδος, η μαιευτική2. Σωκρατική ειρωνεία*. || (ως ουσ.) οι σωκρατικοί, οπαδοί της σωκρατικής φιλοσοφίας.
[λόγ. < αρχ. Σωκρατικός]
- σωληνάριο το [solinário] Ο42 : 1.μικρός, συνήθ. γυάλινος σωλήνας, κλειστός στο ένα άκρο, που χρησιμοποιείται ως θήκη κυρίως για ταμπλέτες, χάπια κτλ. 2. μικρή σωληνοειδής θήκη από εύκαμπτο υλικό για παχύρρευστες ουσίες, όπως π.χ. για αλοιφές, κρέμες κτλ., οι οποίες βγαίνουν στην επιθυμητή ποσότητα όταν πιεστεί κατάλληλα η θήκη: ~ με οδοντόκρεμα.
[λόγ. < ελνστ. σωληνάριον `μικρός σωλήνας΄ υποκορ. του αρχ. σωλήν]
- σωλήνας ο [solínas] Ο2 & σωλήνα η [solína] Ο25 : I1.κυλινδρικός, κοίλος και επιμήκης αγωγός, με σχετικά λεπτά τοιχώματα σε σχέση με τη διάμετρό του, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη διοχέτευση υγρών και αερίων: Mεταλλικός / κεραμικός / λαστιχένιος / πλαστικός ~. Σωλήνες ύδρευσης / αποχέτευσης. ~ με / χωρίς ραφή, συγκόλληση. Δοκιμαστικός* ~. Παιδί του (δοκιμαστικού*) σωλήνα. Kαθοδικός* ~. Tριχοειδής* ~. Ποτίζω με το σωλήνα, με το λάστιχο. 2. για κτ. που μοιάζει με σωλήνα στο σχήμα ή και στη λειτουργία: ~ πυροβόλου όπλου, η κάννη του. Παντελό νι ~, πολύ εφαρμοστό στα πόδια. Ποτήρι ~, ψηλό. Στενός σαν ~. || (ανατ.) φυσιολογικός πόρος ή αγωγός: Πεπτικός / γεννητικός / αναπνευστικός ~. II. (ζωολ.) οστρακόδερμο με σωληνοειδές σώμα.
σωληνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. [I: μσν. *σωλήνας < αρχ. σωλήν, αιτ. -ῆνα· ΙΙ: μσν. σημ.· μσν. σωλήνα (μαρτυρείται στη σημ. για το οστρακόδερμο) μεταπλ. του σωλήνας σε θηλ. με βάση την αιτ.]
- σωληνοειδής -ής -ές [solinoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα σωλήνα: ~ κοιλότητα. || (ως ουσ., ηλεκτρολ.) το σωληνοειδές, είδος πηνίου που έχει κυλινδρικό σχήμα.
[λόγ. < αρχ. σωληνοειδής]
- σωληνοκάβουρας ο [solinokávuras] Ο5 : (τεχν.) κλειδί με ρυθμιζόμενο άνοιγμα, που χρησιμοποιείται για το βίδωμα ή το ξεβίδωμα σωλήνων ή άλλων κυλινδρικών κομματιών με σπείρωμα.
[σωλήν(ας) -ο- + κάβουρας]