Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σ
3.928 εγγραφές [171 - 180]
σαμουράι ο [samurái] Ο (άκλ.) : ευγενής πολεμιστής της φεουδαρχικής Iαπωνίας.

[λόγ. < αγγλ. samurai (από τα ιαπων.)]

σαμούρι το [samúri] Ο44 : κοινή ονομασία του ζώου ζιμπελίνα.

[τουρκ. samur ]

σάμπα η [sámba] Ο25α : λαϊκός βραζιλιάνικος χορός.

[αγγλ. samba < πορτογαλ. samba (από γλ. της Aφρικής)]

σαμπανί [sampaní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της σαμπάνιας: Kουρτίνες / μπομπονιέρες ~. || (ως ουσ.) το σαμπανί.

[σαμπάν(ια) -ί 4]

σαμπάνια η [sampána] Ο25α : κατοχυρωμένη ονομασία για γαλλικό αφρώδες κρασί που παράγεται στην περιοχή της Kαμπανίας και καταχρηστικά για παρόμοιο τύπο κρασιού οποιασδήποτε περιοχής ή μάρκας: Στο τραπέζι προσφέρθηκαν διάφορες ποικιλίες κρασιού και ~.

[γαλλ. champagn(e) (ή μέσω του ιταλ. sciampagna) < τοπων. Champagne (όν. περιοχής της Γαλλίας)]

σαμπανιέρα η [sampanéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος, συνήθ. μεταλλικό, το οποίο περιέχει κομμάτια πάγου και μέσα στο οποίο τοποθετείται το μπουκάλι της σαμπάνιας ή του κρασιού, για να διατηρείται κρύο το περιεχόμενό του.

[σαμπάν(ια) -ιέρα]

σαμπανιζέ [sampanizé] Ε (άκλ.) : για κρασί που είναι αφρώδες όπως η σαμπάνια.

[λόγ. < γαλλ. champagnisé]

σαμπί το [sampí] Ο (άκλ.) : σημείο, που έχει ως γραφικό σύμβολο το ό, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία ελληνική ως σύμβολο του αριθμού 900.

[λόγ. < μσν. σαμπί < ελνστ. φρ. ὡς ἄν πῖ `σαν να ήταν πι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

σαμπό το [sabó] Ο (άκλ.) : παραδοσιακό ξυλοπάπουτσο συνήθ. από μονοκόμματο ξύλο, κλειστό μπροστά και ανοιχτό πίσω.

[λόγ. < γαλλ. sabot]

σαμποτάζ το [sabotáz] Ο (άκλ.) : 1. μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στην πρόκληση καταστροφής στον εχθρό κατά τη διάρκεια πολέμου ή επανάστασης· στρατιωτική επιχείρηση δολιοφθοράς: Tο πρώτο οργανωμένο ~ των αντιστασιακών δυνάμεων κατά των Γερμανών απέτυχε. Παρενοχλούσαν τις δυνάμεις του εχθρού με ~ και αιφνιδιαστικές ενέργειες. 2. μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στη σκόπιμη παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας μιας υπηρεσίας, μιας επιχείρησης κτλ. ως μέσο εκβιασμού για την επίτευξη ενός στόχου.

[λόγ. < γαλλ. sabotage]

< Προηγούμενο   1... 16 17 [18] 19 20 ...393   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες