Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3.928 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλπιγγογραφία η [salpiŋgoγrafía] Ο25 : ακτινογραφία των σαλπίγγων της μήτρας.
[λόγ. < αγγλ. salpingography < αρχ. σαλπιγγ- (δες σάλπιγγαΙΙ) -ο- + -graphy = -γραφία]
- σαλπιγκτής ο [salpiŋgtís] Ο7 : στρατιώτης που μεταδίδει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα.
[λόγ. < αρχ. σαλπιγκτής]
- σαλπίζω [salpízo] Ρ2.1α : 1. ηχώ με τη σάλπιγγα, κυρίως για να μεταδώσω κάποιο στρατιωτικό παράγγελμα: ~ προσκλητήριο / ανάπαυση / σιωπητήριο. 2. (μτφ., λογοτ.) διακηρύττω, διαλαλώ κτ. με πάθος: Σαλπίζει στα πέρατα της οικουμένης τα δημοκρατικά ιδανικά.
[λόγ. < αρχ. σαλπίζω]
- σάλπισμα το [sálpizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαλπίζω, ο ήχος της σάλπιγγας καθώς και το στρατιωτικό παράγγελμα που δίνεται με σάλπιγγα. || (μτφ., λογοτ.): Tο ~ της νίκης.
[λόγ. < ελνστ. σάλπισμα]
- σαλπιστής ο [salpistís] Ο7 : ο σαλπιγκτής.
[λόγ. < ελνστ. σαλπιστής]
- σαλταδόρος ο [saltaδóros] Ο18 : 1. αυτός που είναι επιδέξιος στο να σαλτάρει· ειδικότερα στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αυτός που πηδούσε επάνω στα αυτοκίνητα των κατακτητών για να κλέψει. 2. μικροαπατεώνας, επιτήδειος σε αιφνιδιαστικές ενέργειες.
[βεν. saltador `που πηδάει, που επιτίθεται για να ληστέψει΄ -ος]
- σαλτάρισμα το [saltárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαλτάρω. 1. σάλτο, πήδημα. 2. (μτφ.) τρέλα.
[σαλτάρ(ω) -ισμα]
- σαλτάρω [saltáro] & σαλτέρνω [saltérno] Ρ6α μππ. σαλταρισμένος στη σημ. 2 : (προφ.) 1. κάνω ένα σάλτο, πηδώ: Δίνει μια και σαλτάρει από τη βάρκα. Σάλτα επάνω! Θα ~ από το μπαλκόνι, και ως έκφραση υπερβολής, για να δηλώσουμε ότι βρισκόμαστε σε απόγνωση. 2. (μτφ.) τρελαίνομαι: Aυτός έχει σαλτάρει για τα καλά. Mου φαίνεται λίγο σαλταρισμένος τελευταία.
[ιταλ. saltar(e) -ω· σαλτ(άρω) μεταπλ. -έρνω]
- σαλτιμπάγκος ο [saltibáŋgos] Ο18 : πλανόδιος ακροβάτης, θαυματοποιός και γελωτοποιός. || μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο με συμπεριφορά γελοία και αναξιοπρεπή: Kατάντησε ~ της πολιτικής.
[ιταλ. saltimbanco -ς (< φρ. salt(are) in banco `ακροβάτης, που πηδάει στον πάγκο΄)]
- σάλτο το [sálto] Ο39 : 1. (προφ.) το πήδημα: M΄ ένα ~ βρέθηκε από την πλώρη στο μόλο. Δίνει ένα ~ κι ανεβαίνει. 2. (μτφ.) παράτολμη ενέργεια: Aποφάσισε να κάνει το ~ της ζωής του και να τα παρατήσει όλα. ΦΡ ~ μορτάλε*.
[ιταλ. salto]