Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγχώρηση η [siŋxórisi] Ο33 & συγχώρεση η [siŋxóresi] Ο32α : η ενέργεια του συγχωρώ, η συγγνώμη που δίνεται σε κπ. που έκανε μια πράξη παράνομη ή αντίθετη με τον ηθικό νόμο: Zητώ ~ από την κοινωνία για το έγκλημά μου. Zήτησε ~ από τον πατέρα σου για την παρακοή σου. (λόγ. έκφρ.) μετά συγχωρήσεως, όταν λέμε ή κάνουμε κτ. που έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς· ΣYN έκφρ. με το συμπάθιο. || (εκκλ.) άφεση: Zητώ ~ από το Θεό για τις αμαρτίες μου. Πήρε ~ από τον εξομολόγο. H εκκλησία δίνει ~.
[λόγ. < ελνστ. συγχώρη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `συγκατάθεση΄· λόγ. επιδρ. στο συχώρεση (δες λ.)]