Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρογγυλοειδής -ής -ές [strongiloiδís] Ε10 : που έχει σχήμα (κατά προσέγγιση) στρογγυλό.
[λόγ. < ελνστ. στρογγυλοειδής]
- στρογγυλοκάθομαι [strongilokáθome] Ρ (βλ. κάθομαι) : (ειρ.) 1. κάθομαι κάπου με άνεση ή και για μακρό χρόνο: Στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα και δε λέει να σηκωθεί. Ο νεαρός στρογγυλοκαθόταν στη θέση του λεωφορείου, ενώ αρκετοί ηλικιωμένοι στέκονταν όρθιοι. 2. παραμένω κάπου για μακρό χρόνο, περισσότερο του αναμενόμενου ή του κανονικού: Xωρίς να τον καλέσουμε, ήρθε και στρογγυλοκάθισε στο σπίτι μας.
[στρογγυλ(ά) -ο- + κάθομαι]
- στρογγυλοπρόσωπος -η -ο [strongiloprósopos] Ε5 : που έχει στρογγυλό πρόσωπο. ANT μακροπρόσωπος.
[λόγ. < αρχ. στρογγυλοπρόσωπος]
- στρογγυλός -ή -ό [strongilós] Ε1 & στρόγγυλος -η -ο [stróngilos] Ε5 : 1. που έχει σχήμα κύκλου ή σφαίρας: Στρογγυλή επιφάνεια. Στρογγυλό τα ψί / ψωμί / κεφάλι. H γη / η μπάλα είναι στρογγυλή. (έκφρ.) στρογγυλό τραπέζι / στρογγυλή τράπεζα, συζήτηση για θέματα κοινού ενδιαφέροντος ανάμεσα σε ισότιμους συνομιλητές: Στο στρογγυλό τραπέζι που οργανώθηκε από τον ιατρικό σύλλογο συζητήθηκε το θέμα της πρόληψης των ασθενειών. || (ως ουσ.) το στρογγυλό, κομμάτι κρέατος από το μηρό των βοδιών και των μοσχαριών. || (ανατ.) χαρακτηρισμός σχηματισμών με στρογγυλό σχήμα: ~ μυς / σύνδεσμος. 2. (μτφ.) α. (για αριθμό, ποσό) ακέραιος, με παράλειψη ή προσθήκη των μονάδων, δεκάδων κτλ. ή του κλάσματός του: ~ αριθμός / λογαριασμός. Στρογγυλό ποσό. β. (κυρ. για λό γο) σαφής, απερίφραστα διατυπωμένος: Στρογγυλά λόγια.
στρογγυλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ α. κάπως στρογγυλός. β. κάπως παχύς. στρογ γυλά ΕΠIΡΡ. στρογγυλούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [μσν. στρογγυλός < αρχ. στρογγύλος με μετακ. τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. με τόνο στη λήγουσα: ομαλός, μακρουλός· μετακ. τόνου στην προπαραλ.(;)· στρογγυ λ(ός) -ούτσικος]
- στρογγυλότητα η [strongilótita] Ο28 : η μορφή ή το σχήμα του στρογγυλού, στρογγυλάδα: H ~ της γης.
[λόγ. < αρχ. στρογγυλότης, αιτ. -ητα]