Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ρωμιός ο [romnós] Ο17 θηλ. Ρωμιά [romná] Ο24 : (οικ., συναισθ.) Έλληνας, συνήθ. σε προτάσεις που εκφράζουν κάποιο συναίσθημα φιλοπατρίας, εθνικής περηφάνιας κτλ.: Εμείς οι Ρωμιοί, όταν είμαστε ενωμένοι, κάνουμε θαύματα. Ο ~ διακρίνεται για το φιλότιμό του.
[μσν. Ρωμαίος `πολίτης του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. Ῥωμαῖος `πολίτης της Ρώμης΄ (πρβ. μσν. Ρωμανία `το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος΄, ελνστ. σημ.: `ρωμαϊκό κράτος΄ < λατ. Romanus `Ρωμαίος΄, δες και ρωμαϊκός, Ρούμελη) (διαφ. το τσιγγ. Rom `άντρας, όνομα της φυλής΄)· Ρωμι(ός) -ά]
- ρωμιοσύνη η [romnosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (οικ., συναισθ.) ο νεότερος ελληνισμός, συνήθ. σε προτάσεις που μιλούν για τους αγώνες του, τα παθήματά του, τους ηρωισμούς και τις ελπίδες του: Tη ~ μην την κλαις.
[ρωμι(ός) -οσύνη]