Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ρούμελη η [rúmeli] Ο33 (χωρίς πληθ.) : (προφ., λαϊκότρ.) ονομασία της Στερεάς Ελλάδας (συνήθ. με εξαίρεση της Aττικής): Tα βουνά της Ρούμελης.
[τουρκ. Rumeli `ευρωπαϊκή Τουρκία΄ (παλ. τουρκ.: `Μικρασία΄) < αραβ. rūmī `χριστιανός΄ < μσν. Ρωμαίος (δες και ρωμαϊκός, Ρωμιός)]