Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ρ*
718 εγγραφές [711 - 718]
ρωσικός -ή -ό [rosikós] Ε1 & ρώσικος -η -ο [rósikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρώσους και στη Ρωσία ή που προέρχεται από αυτήν· (πρβ. σοβιετικός): Ρωσική ιστορία / εκκλησία / γλώσσα / κυβέρνηση. Ρωσικό προϊόν. Ρωσικοί χοροί. Ρωσικές μπαλαλάικες. Ρωσικό χαβιάρι. || Ρωσική / ρώσικη ρουλέτα*. || Ρωσική / ρώσικη σαλάτα, και ως ουσ. η ρώσικη & η ρωσική, είδος σαλάτας από μαγιονέζα και μικρά κομμάτια βρασμένων λαχανικών. 2. (ως ουσ.) η ρωσική, τα ρωσικά, τα ρώσικα, η ρωσι κή γλώσσα: Mαθήματα ρωσικής. Mετάφραση στα ρωσικά. ρωσικά & ρώσικα ΕΠIΡΡ σε ρωσική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Ρώσ(ος) -ικός· Ρώσ(ος) -ικος (Ρώσος: λόγ. < μσν. Ρωσ(ία) -ος < εθν. όν. Ρως)]

ρωσο- [roso] & ρωσό- [rosó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους κατοίκους της Ρωσίας, στους Ρώσους: ρωσόφωνος, ρωσόφιλος. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~γερμανική συνεργασία, συνεργασία μεταξύ Ρώσων και Γερμανών.

[λόγ. θ. του ουσ. Ρώσ(ος δες στο ρωσικός) -ο-]

ρωσομάθεια η [rosomáθia] Ο27 : η γνώση της ρωσικής γλώσσας.

[λόγ. ρωσομαθ(ής) -εια]

ρωσομαθής -ής -ές [rosomaθís] Ε10 : που είναι γνώστης της ρωσικής γλώσσας.

[λόγ. ρωσο- + -μαθής]

ρωσόφιλος -η -ο [rosófilos] Ε5 : που έχει φιλική διάθεση προς τους Ρώσους, που υποστηρίζει την πολιτική τους: ~ πολιτικός. Ρωσόφιλη πολιτική.

[λόγ. ρωσο- + -φιλος]

ρωτακισμός ο [rotakizmós] Ο17 : 1.(γλωσσ.) η τροπή του φθόγγου [s] σε [r]. 2. (ιατρ.) δυσκολία στην εκφορά του φθόγγου [r] ως μορφή ψευδισμού.

[λόγ. < γαλλ. rhotacisme ή αγγλ. rhotacism < ελνστ. ρωτακίζω `χρησιμοποιώ υπερβολικά το ρο΄ (-isme, -ism = -ισμός)]

ρώτημα το [rótima] Ο49 : (προφ.) ερώτημα· συνήθ. στις εκφράσεις θέλει (και) ~; / δε θέλει ~, είναι σίγουρο, αναμφισβήτητο, ως απάντηση και σχόλιο σε ερώτηση της οποίας η απάντηση είναι αυτονόητη. για να ΄χουμε καλό ~, έκφραση συνοδευτική ερώτησης.

[μσν. ρώτημα < αρχ. ἐρώτημα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

ρωτώ [rotó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : ζητώ από κπ. να μου δώσει μια πληροφορία ή γνώμη: Tον ρώτησε από πού κατάγεται. Tους ρωτήσαμε αλλά αυτοί δεν απάντησαν. Ρώτησε τ΄ όνομά τους. Tον ρώτησα πώς βλέπει την κατάσταση. ~ για τις αιτίες. ~ επίμονα / φορτικά / ευγενικά / με αγωνία / αδιάφορα. Aν τον ρωτούσες πιο ευγενικά, μπορεί να σου έδινε περισσότερες πληροφορίες. Ρώτησαν και ξαναρώτησαν, αλλά κανείς δεν τους απάντησε. Ρωτήθηκαν όλοι ένας ένας, αλλά κανείς δεν απάντησε. (έκφρ.) μην τα ρωτάς, συνήθ. για δυσάρεστα γεγονότα: Mην τα ρωτάς τι έπαθα! Mην τα ρωτάς πώς γλίτωσα! ~ και ξαναρωτώ*.

[μσν. ρωτώ < αρχ. ἐρωτῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   1... 68 69 70 71 [72]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες